Chavela Vargas - LA LLORONA (Εκείνη που θρηνεί...) // Παραδοσιακό Μεξικάνικο τραγούδι // Διασκευή: Luis Martz // Από το άλμπουμ CHAVELA VARGAS - LA LLORONA 2004
// Todos me dicen el negro, Llorona, negro, pero cariñoso. Yo soy como el chile verde, Llorona, picante, pero sabroso. Ay de mí Llorona, Llorona, Llorona llévame al río. Tápame con tu rebozo, Llorona, porque me muero de frío. No sé que tienen las flores, Llorona, las flores del camposanto, que cuando las mueve el viento, Llorona, parece que están llorando. Ay de mí Llorona, Llorona, Llorona llévame al río. Tápame con tu rebozo, Llorona, porque me muero de frío. La Luna es una mujer, Llorona, y por eso el Sol de España, anda que bebe los montes, Llorona, porque la Luna lo engaña. Ay de mí Llorona, Llorona, Llorona de un campolirio. El que no sabe de amores, Llorona, no sabe lo que es martirio. Yo te soñaba dormida, Llorona, dormida te estabas quieta. Pero en llegando el olvido, Llorona, soñé que estabas despierta. Si porque te quiero, quieres, Llorona, quieres que te quiera más. Si ya te he dado la vida, Llorona ¿Qué más quieres? ¡Quieres más!
(Είναι μια παλιά ιστορία, τόσο παλιά που τ' αχνάρια της χάνονται στο χρόνο. Λένε, πως έφτασε στον καιρό μας από τους ανιστόρητους χρόνους των Αζτέκων. Μια παλιά ιστορία, που με τα χρόνια γίνηκε θρύλος, πέρασε στον μύθο. Μα κανείς πια δεν ξέρει πού είν' η αλήθεια, πού είναι το ψέμα. Σήμερα όμως, υπάρχουν ακόμη άνθρωποι εκεί, στην άλλοτε παλιά χώρα των Αζτέκων, που λένε πως την βλέπουν: Τη βλέπουν την Γιορόνα τις νύχτες σα βγαίνει απ' το ποτάμι που η ίδια πνίγηκε δίνοντας τέλος στη ζωή της. Ντυμένη στα λευκά, φωνάζει και θρηνεί για τα παιδιά της π' αναζητά πέρα από το Θάνατο. Τα δυο μικρά της παιδιά που η ίδια έριξε στο ποτάμι πάνω στη παραφροσύνη της γιατί προδόθηκε από τον άντρα π' αγαπούσε. Και μόλις κατάλαβε την πράξη της, άρχισε να τα ψάχνει στα παγωμένα νερά, να τα τύλιξει στο μαντήλι της, για να τα σώσει. Κι' η ιστορία της έγινε μύθος, έγινε τραγούδι, ζει ως τις μέρες μας...)
// Todos me dicen el negro, Llorona, negro, pero cariñoso. Yo soy como el chile verde, Llorona, picante, pero sabroso. Ay de mí Llorona, Llorona, Llorona llévame al río. Tápame con tu rebozo, Llorona, porque me muero de frío. No sé que tienen las flores, Llorona, las flores del camposanto, que cuando las mueve el viento, Llorona, parece que están llorando. Ay de mí Llorona, Llorona, Llorona llévame al río. Tápame con tu rebozo, Llorona, porque me muero de frío. La Luna es una mujer, Llorona, y por eso el Sol de España, anda que bebe los montes, Llorona, porque la Luna lo engaña. Ay de mí Llorona, Llorona, Llorona de un campolirio. El que no sabe de amores, Llorona, no sabe lo que es martirio. Yo te soñaba dormida, Llorona, dormida te estabas quieta. Pero en llegando el olvido, Llorona, soñé que estabas despierta. Si porque te quiero, quieres, Llorona, quieres que te quiera más. Si ya te he dado la vida, Llorona ¿Qué más quieres? ¡Quieres más!
(Είναι μια παλιά ιστορία, τόσο παλιά που τ' αχνάρια της χάνονται στο χρόνο. Λένε, πως έφτασε στον καιρό μας από τους ανιστόρητους χρόνους των Αζτέκων. Μια παλιά ιστορία, που με τα χρόνια γίνηκε θρύλος, πέρασε στον μύθο. Μα κανείς πια δεν ξέρει πού είν' η αλήθεια, πού είναι το ψέμα. Σήμερα όμως, υπάρχουν ακόμη άνθρωποι εκεί, στην άλλοτε παλιά χώρα των Αζτέκων, που λένε πως την βλέπουν: Τη βλέπουν την Γιορόνα τις νύχτες σα βγαίνει απ' το ποτάμι που η ίδια πνίγηκε δίνοντας τέλος στη ζωή της. Ντυμένη στα λευκά, φωνάζει και θρηνεί για τα παιδιά της π' αναζητά πέρα από το Θάνατο. Τα δυο μικρά της παιδιά που η ίδια έριξε στο ποτάμι πάνω στη παραφροσύνη της γιατί προδόθηκε από τον άντρα π' αγαπούσε. Και μόλις κατάλαβε την πράξη της, άρχισε να τα ψάχνει στα παγωμένα νερά, να τα τύλιξει στο μαντήλι της, για να τα σώσει. Κι' η ιστορία της έγινε μύθος, έγινε τραγούδι, ζει ως τις μέρες μας...)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου