Ἐδῶ, στὸ Ζ΄77, ὁ Νικίας – Θουκυδίδης μπορεῖ καὶ ζῆ μιὰ ἀπὸ τὶς σπανιώτατες εὔμοιρες στιγμές τῆς τραγωδίας – εὐτυχίας τῶν ἀνθρωπίνων: ναὶ μὲν τὰ δρώμενα καὶ ὑφιστάμενα ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων εἰσβολέων εἶναι συντριπτικῶς ἀπελπιστικὰ γι΄ αὐτούς, ἀλλὰ ταυτοχρόνως ζοῦν τὸ ἀπρόσιτο ὄνειρο εὐδίας ποὺ ὀνειρεύονται πάντοτε οἱ ἄνθρωποι: νὰ μὴν ὑπάρχει διχασμός, χάσμα ἀνάμεσα στὰ πεπραγμένα τους καὶ τὶς λέξεις τους νὰ γεύονται τὴν πλήρη ὄσμωση πραγμάτων καὶ λέξεων, νὰ ἑνώνονται σὲ μιὰ ἁρμονίας μέθεξη «τὰ πρὶν διεστῶτα», δηλαδὴ τὰ «ἔργα» καὶ τὰ «ὀνόματα» τῶν ἔργων… « Ἵνα ἕν ὦσι» : νοσταλγία ἐναρμονίου ἑνότητος… ἔστω καὶ μέσα στὴν «ξυμφοράν»…
Ὁ Νικίας – Θουκυδίδης, ἐδῶ, στὸ Ζ΄77, συντετριμμένος, δὲν βρίσκεται πιὰ ἐντὸς τῆς πάντοτε συγκεχυμένης, τῆς τόσο θνητῆς συνθήκης τοῦ «περίπου», τοῦ λυπημένου «ὅσον δυνατόν ἀκριβείᾳ περὶ ἑκάστου έπεξελθών». Πάσχει ὄλβιον θεοείδειαν, βλέπει καὶ λέει ὅπως ἕνας θεός, ἔχει γίνει ἕνας «ἐν σαρκὶ περιπολῶν θεός», διότι, ἄν καὶ ἡττημένος, ζῆ μέσα στὸ θεῖο προνόμιο τοῦ «ἀκριβῶς». Ὅπως ἀκριβῶς ἔγιναν τὰ ἀποτυχημένα του «ἔργα», ἔτσι «ἀκριβείᾳ» τὸ λένε καὶ οἱ λέξεις του : «Νῦν ἐν τῷ αὐτῷ κινδύνῳ τοῖς φαυλοτάτοις αἰωροῦμαι»… Κι ἐγὼ καὶ τὰ φαυλότατα ἔργα τῆς ἀγαπημένης μου πατρίδας. Κι ἐγώ, μὲ τοὺς φαυλοτάτους φαυλότατος αἰωροῦμαι, κι ἐγὼ καὶ τὰ λόγια μου, τὰ μόνα ὅμως ἀπὸ τὰ «ἔργα» μου, ποὺ δὲν εἶναι φαυλότατα, γιατὶ «ἀκριβείᾳ» τώρα ἀποδίδουν τὰ φαυλότατα τοῖς φαυλοτάτοις. Τὰ «ἅγια τοῖς κυσί», δηλαδή οἱ σωστές λέξεις, στὰ ἀθηναϊκὰ ἰμπεριαλιστικὰ σκυλιὰ, «τοῖς κυσί», διότι «μετὰ τοῦ πιστοῦ τῆς ἐπιστήμης», οἱ θουκυδίδειες λέξεις, ἀποκαλύπτουν μέσα στὴν κρυστάλλινη, τὴν ἁγία τους ἐνάργεια, ὅλο τὸ νικημένο κατάντημα τῶν Ἀθηναίων ἰμπεριαλιστῶν.
Στὸ Ζ΄77, ὁ Νικίας, ἡττημένος θεός, θειοτέρων θειότατος, ἡγεμονεύει πάνω σὲ πρόσωπα, στὰ πράγματά τους καὶ στὰ λόγια τῶν πραγμάτων τους. Τὰ λέει, τὰ πλάθει ὡς ταὐτόν, τὰ κάνει ἕνα. Καὶ σὲ τοῦτο τὸ πλάσιμο οἱ ἄνθρωποι ἀνεγνώρισαν πάντοτε τὴν θεοσημία. Μόνον τὸ μυστήριον τῆς σιωπῆς ἔχει τὴν ἴδια θεοσημία μ΄ αὐτὴν ποὺ ὑπάρχει ὅταν συμπίπτουν τὰ πράγματα μὲ τὰ λόγια τους, διότι μόνον ἡ σιωπὴ ἐξομοιώνεται με αὐτὴν τὴν θεία ταύτιση ἀνάμεσα στὸ πρᾶγμα καὶ τὴν λεκτική του εκ – φώνηση. Διότι, ὅταν «λέγω» τὸ πρᾶγμα, τὸ λέγω πάντα ὡς κοινός θνητός: «ὅσον δυνατόν ακριβείᾳ», ἀτελῶς, διότι δὲν εἷμαι θεός.
Ἐδῶ, στὸ Ζ’77, νενέκρωται φύσεως τάξις: ὁ Νικίας – Θουκυδίδης, σβήνοντας τὸ θνητὸ «περίπου» τῆς ἁμφιβολογίας, τίκτει τὴν ταύτιση ἀνάμεσα στὰ χοϊκὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων καὶ στὰ λόγια ποὺ μιλοῦν γιὰ τὰ ἔργα τους καὶ δημιουργεῖ τὴν ὑπὲρ τὴν φύσιν τάξιν τῆς ἀθανασίας τοῦ λόγου: μὲ τὴν ὑπεράρρητη φωνὴ τοῦ «νῦν…αἰωροῦμαι» «Νῦν αἰωροῦμαι… ἐς τὰ ἔργα» μου, ἀλλά καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ ἡ ἔκφραση «νῦν αἰωροῦμαι» εἰκονίζει ἀπολύτως, ἐκ – φράζει ὁλικῶς τὸ πλῆρες ταὐτὸν ἔργων καὶ λόγων, καταργώντας τὸ διάκενο μεταξύ τους, κατανικώντας τὴν θνητὴ ἀμφιβολογία τῶν θνητῶν… Διὰ τοῦ «νῦν… αἰωροῦμαι» ὁ Νικίας – Θουκυδίδης ἐγείρει μία ἀκθαμβωτικοῦ κάλλους ἐναρμόνιση ἀνάμεσα στὰ ἀνθρώπινα «ἔργα» καὶ στὸ «λέγω»τὰ ἔργα. Καὶ τὸ ἐναρμόνιον αὐτὸ τὸν ἐξτψώνει στὴν θέωση… Ἅπαξ ἀλλὰ ἐς ἀεί: μελλοθάνατο μὲν στὴν Σικελία, ἀθάνατο δὲ στὴν Φιλοκαλία…
Ἡ δημηγορία τοῦ Νικία – Θουκυδίδη στὸ Ζ΄77 ἀποτελεῖ τὸ ἀκροθίνιον, στιλπνὸ καὶ «ἄγαν» μαχητικῶς ἀπελπισμένο, αὐτῆς τῆς μόνιμης τραγικῆς συνθήκης ποὺ βαρύνει τὰ «ἀνθρώπεια». Ὁ μαχητής – ρήτωρ, ἐδῶ, εἶναι ὁ ἀρχέτυπος τοῦ ἕλληνος τρόπου: διαυγής, δὲν κρύβεται, δὲν κρύβει τίποτε μπροστὰ στὴν ὁλομέλεια τῶ Ὁμοίων του πολιτῶν – ὁπλιτῶν «ἐν τῷ αὐτῷ κινδύνῳ» βρισκόμαστε ὅλοι μας, ἐν «κακοπαθείαις», «αἱ ξυμφοραί» μᾶς τσακίσανε καὶ συνεχίζουν νὰ μᾶς περικυκλώνουν, τώρα, ὅλοι μας ἐδῶ, νικημένοι, ἐξαθλιωμένοι, «οἴκτου ἀξιώτεροί ἐσμὲν ἤ φθόνου». Σερνόμαστε, ράκη ἀλαζονείας ἐμεῖς μέσα στὰ συντρίμμια μας, θρηνώντας, ἐμεῖς Ἀθηναῖοι ἡγεμόνες, γιἀ «τὴν μεγάλην δύναμιν τῆς πόλεως», τὴν πεσμένη, τὴν «πεπτωκυῖαν»…
Ὁ Νικίας – Θουκυδίδης, ἐδῶ, στὸ Ζ΄77, συντετριμμένος, δὲν βρίσκεται πιὰ ἐντὸς τῆς πάντοτε συγκεχυμένης, τῆς τόσο θνητῆς συνθήκης τοῦ «περίπου», τοῦ λυπημένου «ὅσον δυνατόν ἀκριβείᾳ περὶ ἑκάστου έπεξελθών». Πάσχει ὄλβιον θεοείδειαν, βλέπει καὶ λέει ὅπως ἕνας θεός, ἔχει γίνει ἕνας «ἐν σαρκὶ περιπολῶν θεός», διότι, ἄν καὶ ἡττημένος, ζῆ μέσα στὸ θεῖο προνόμιο τοῦ «ἀκριβῶς». Ὅπως ἀκριβῶς ἔγιναν τὰ ἀποτυχημένα του «ἔργα», ἔτσι «ἀκριβείᾳ» τὸ λένε καὶ οἱ λέξεις του : «Νῦν ἐν τῷ αὐτῷ κινδύνῳ τοῖς φαυλοτάτοις αἰωροῦμαι»… Κι ἐγὼ καὶ τὰ φαυλότατα ἔργα τῆς ἀγαπημένης μου πατρίδας. Κι ἐγώ, μὲ τοὺς φαυλοτάτους φαυλότατος αἰωροῦμαι, κι ἐγὼ καὶ τὰ λόγια μου, τὰ μόνα ὅμως ἀπὸ τὰ «ἔργα» μου, ποὺ δὲν εἶναι φαυλότατα, γιατὶ «ἀκριβείᾳ» τώρα ἀποδίδουν τὰ φαυλότατα τοῖς φαυλοτάτοις. Τὰ «ἅγια τοῖς κυσί», δηλαδή οἱ σωστές λέξεις, στὰ ἀθηναϊκὰ ἰμπεριαλιστικὰ σκυλιὰ, «τοῖς κυσί», διότι «μετὰ τοῦ πιστοῦ τῆς ἐπιστήμης», οἱ θουκυδίδειες λέξεις, ἀποκαλύπτουν μέσα στὴν κρυστάλλινη, τὴν ἁγία τους ἐνάργεια, ὅλο τὸ νικημένο κατάντημα τῶν Ἀθηναίων ἰμπεριαλιστῶν.
Στὸ Ζ΄77, ὁ Νικίας, ἡττημένος θεός, θειοτέρων θειότατος, ἡγεμονεύει πάνω σὲ πρόσωπα, στὰ πράγματά τους καὶ στὰ λόγια τῶν πραγμάτων τους. Τὰ λέει, τὰ πλάθει ὡς ταὐτόν, τὰ κάνει ἕνα. Καὶ σὲ τοῦτο τὸ πλάσιμο οἱ ἄνθρωποι ἀνεγνώρισαν πάντοτε τὴν θεοσημία. Μόνον τὸ μυστήριον τῆς σιωπῆς ἔχει τὴν ἴδια θεοσημία μ΄ αὐτὴν ποὺ ὑπάρχει ὅταν συμπίπτουν τὰ πράγματα μὲ τὰ λόγια τους, διότι μόνον ἡ σιωπὴ ἐξομοιώνεται με αὐτὴν τὴν θεία ταύτιση ἀνάμεσα στὸ πρᾶγμα καὶ τὴν λεκτική του εκ – φώνηση. Διότι, ὅταν «λέγω» τὸ πρᾶγμα, τὸ λέγω πάντα ὡς κοινός θνητός: «ὅσον δυνατόν ακριβείᾳ», ἀτελῶς, διότι δὲν εἷμαι θεός.
Ἐδῶ, στὸ Ζ’77, νενέκρωται φύσεως τάξις: ὁ Νικίας – Θουκυδίδης, σβήνοντας τὸ θνητὸ «περίπου» τῆς ἁμφιβολογίας, τίκτει τὴν ταύτιση ἀνάμεσα στὰ χοϊκὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων καὶ στὰ λόγια ποὺ μιλοῦν γιὰ τὰ ἔργα τους καὶ δημιουργεῖ τὴν ὑπὲρ τὴν φύσιν τάξιν τῆς ἀθανασίας τοῦ λόγου: μὲ τὴν ὑπεράρρητη φωνὴ τοῦ «νῦν…αἰωροῦμαι» «Νῦν αἰωροῦμαι… ἐς τὰ ἔργα» μου, ἀλλά καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ ἡ ἔκφραση «νῦν αἰωροῦμαι» εἰκονίζει ἀπολύτως, ἐκ – φράζει ὁλικῶς τὸ πλῆρες ταὐτὸν ἔργων καὶ λόγων, καταργώντας τὸ διάκενο μεταξύ τους, κατανικώντας τὴν θνητὴ ἀμφιβολογία τῶν θνητῶν… Διὰ τοῦ «νῦν… αἰωροῦμαι» ὁ Νικίας – Θουκυδίδης ἐγείρει μία ἀκθαμβωτικοῦ κάλλους ἐναρμόνιση ἀνάμεσα στὰ ἀνθρώπινα «ἔργα» καὶ στὸ «λέγω»τὰ ἔργα. Καὶ τὸ ἐναρμόνιον αὐτὸ τὸν ἐξτψώνει στὴν θέωση… Ἅπαξ ἀλλὰ ἐς ἀεί: μελλοθάνατο μὲν στὴν Σικελία, ἀθάνατο δὲ στὴν Φιλοκαλία…
Ἡ δημηγορία τοῦ Νικία – Θουκυδίδη στὸ Ζ΄77 ἀποτελεῖ τὸ ἀκροθίνιον, στιλπνὸ καὶ «ἄγαν» μαχητικῶς ἀπελπισμένο, αὐτῆς τῆς μόνιμης τραγικῆς συνθήκης ποὺ βαρύνει τὰ «ἀνθρώπεια». Ὁ μαχητής – ρήτωρ, ἐδῶ, εἶναι ὁ ἀρχέτυπος τοῦ ἕλληνος τρόπου: διαυγής, δὲν κρύβεται, δὲν κρύβει τίποτε μπροστὰ στὴν ὁλομέλεια τῶ Ὁμοίων του πολιτῶν – ὁπλιτῶν «ἐν τῷ αὐτῷ κινδύνῳ» βρισκόμαστε ὅλοι μας, ἐν «κακοπαθείαις», «αἱ ξυμφοραί» μᾶς τσακίσανε καὶ συνεχίζουν νὰ μᾶς περικυκλώνουν, τώρα, ὅλοι μας ἐδῶ, νικημένοι, ἐξαθλιωμένοι, «οἴκτου ἀξιώτεροί ἐσμὲν ἤ φθόνου». Σερνόμαστε, ράκη ἀλαζονείας ἐμεῖς μέσα στὰ συντρίμμια μας, θρηνώντας, ἐμεῖς Ἀθηναῖοι ἡγεμόνες, γιἀ «τὴν μεγάλην δύναμιν τῆς πόλεως», τὴν πεσμένη, τὴν «πεπτωκυῖαν»…
Ἡ τεταπεινωμένη εἰλικρίνεια, ἡ ἄπεφθος ἀλήθεια ὡς πρῶτος ὅρος τῆς τραγικῆς περιωπῆς: ἐνώπιον τοῦ φαυλοτάτου λαοῦ, ἡ ἐλεεινὴ ἀλήθεια τοῦ λαοῦ. Ἀλλά, ταυτοχρόνως, ρωμαλέο τὸ τραγικὸ φρόνημα τοῦ Ἀθηναίου Ἀθλοφόρου τῆς ὑπεροψίας: ναί, «ὁρῶντες ὑμᾶς αὐτοὺς οἷοι ὁπλίται ἅμα καὶ ὅσοι…». Οἷοι καὶ ὅσοι: εἶστε οἱ περισσότεροι καὶ οἱ καλύτεροι τοῦ κόσμου! «… αὐτοὶ τε πόλις εὐθὺς ἔστε…»: ἐσεῖς εἶστε ἡ πόλις ὅπου κι ἂν βρίσκεστε! «…ἄνδρες γὰρ πόλις, καὶ οὐ τείχη οὐδὲ νῆες ἀνδρῶν κεναί»! Ναί! Ἡ Καλλίπολις τῆς ἐξουσίας, ἡ Οὐρανούπολις τῆς δόξας εἶναι οἱ ἄνδρες της! Οἱ πολίτες – ὁπλίτες καὶ ὄχι οἱ μηχανές οἱ κενές… Νῦν αἰωροῦμαι ἀνάμεσα στὴν βεβαιότητα τῆς ἥττας μου καὶ στὴν βεβαιότητα τῆς ἀρετῆς μου! Νῦν αἰωροῦμαι ἀνάμεσα στὴν ἁβεβαιότητα μιᾶς ντροπιασμένης σωτηρίας μου καὶ τὴν ἀβεβαιότητα τῆς ἔντρομης ἀρετῆς μου. Νῦν αἰωροῦμαι ἀνάμεσα στὴν ἀθλία βεβαιότητα τοῦ παρόντος μου καὶ στὴν ἀφάνεια τοῦ ἀβεβαίου μέλλοντός μου. «…βέβαιον ἡμῖν μηδὲν καθεστήξει ὧν ἄν δόξῃ πέρι…», ὅπως διαπιστώνει περίλυπος ὁ ἀρχηγὸς τοῦ δημοκρατικοῦ συρφετοῦ Κλέων, διατυπώνοντας μὲ ἄλλα λόγια τὸ «νῦν αἰωροῦμαι»: δηλαδή, τὴν ρήτρα τῆς γενικῆς ἀπροσδιοριστίας, ποὺ ὁρίζει πὼς τὸ πολιτιακὸ καθεστὼς μας εἶναι ἕνα διηνεκὲς ἀβέβαιον Πολύτροπον… Ἀεὶ τὰ πάντα αἰωροῦνται… καὶ γιὰ τὸν βίον καὶ γιἀ τἠν πολιτείαν μας. Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὴν πολιτειακὴ διαρκῆ ἀμφιβολία καὶ ἀπροσδιοριστία, τὀ «νῦν αἰωροῦμαι» ἐμπεριέχει καὶ τὸν ἄλλο, πολύπλοκο καὶ πολυαιτιοκρατικὸ καθ’ ἡμᾶς Ἀρχέτυπον: τὸ χαρμόλυπο, ἡδυμιγἐς καὶ δακρυχαρὲς, τὸ πολυστένακτον καὶ τρισόλβιον συνάμα, ἱλαροτραγικόν μας --------------------------------------Συναμφότερον-----------------------------------------------------------Συναμφότερον
Το συναμφότερον είναι ένα ιδεολόγημα που αναπτύχθηκε από τον συγγραφέα Ζουράρι, σαν ένας πρακτικός τρόπος να αντιμετωπιστεί ο δογματισμός. Είναι σύνθεση των λέξεων συν + αμφότερον και σημαίνει γενικά "και οι δυο μαζί". Φαίνεται οτι στις συζητήσεις ξοδεύεται πολύς χρόνος στο να αποδειχτεί ποιός συνομιλητής έχει δίκιο. Οι δογματικοί άνθρωποι συνήθως υπερισχύουν γιατί δεν υπαναχωρούν. Ο Ζουράρις προτείνει το εξής: "Θα δεχτώ λίγο απο το δίκιο σου αν δεχτείς λίγο από το άδικό μου." Αυτό σημαίνει: Σταματάμε τη συζήτηση για το ποιός έχει δίκιο. Δέχομαι ότι εσύ έχεις δίκιο. Δέχομαι ότι εσύ πάντα θα έχεις δίκιο. Αποφασίζω όμως απλώς να μην πράξω το δίκιο σου. Γιατί; Γιατί είμαι τρελλός. Ή γιατί είμαι ελεύθερος να πράξω ό,τι θέλω ακόμα και το άδικο. Αν θέλεις να πράξω το δίκιο σου θα πράξεις και εσύ το άδικό μου. Στη λογική η πρόταση δεν στέκει. Πρέπει να εφαρμόζεται το δίκιο και να απορρίπτεται εντελώς το άδικο. Ποιός όμως καθορίζει τι είναι δίκιο και τι άδικο; Το "συναμφότερον" είναι επομένως ένα ανατολίτικο παζάρι. Είναι ένας πρακτικός τρόπος να αντιμετωπιστεί ο δογματισμός.
Το συναμφότερον είναι ένα ιδεολόγημα που αναπτύχθηκε από τον συγγραφέα Ζουράρι, σαν ένας πρακτικός τρόπος να αντιμετωπιστεί ο δογματισμός. Είναι σύνθεση των λέξεων συν + αμφότερον και σημαίνει γενικά "και οι δυο μαζί". Φαίνεται οτι στις συζητήσεις ξοδεύεται πολύς χρόνος στο να αποδειχτεί ποιός συνομιλητής έχει δίκιο. Οι δογματικοί άνθρωποι συνήθως υπερισχύουν γιατί δεν υπαναχωρούν. Ο Ζουράρις προτείνει το εξής: "Θα δεχτώ λίγο απο το δίκιο σου αν δεχτείς λίγο από το άδικό μου." Αυτό σημαίνει: Σταματάμε τη συζήτηση για το ποιός έχει δίκιο. Δέχομαι ότι εσύ έχεις δίκιο. Δέχομαι ότι εσύ πάντα θα έχεις δίκιο. Αποφασίζω όμως απλώς να μην πράξω το δίκιο σου. Γιατί; Γιατί είμαι τρελλός. Ή γιατί είμαι ελεύθερος να πράξω ό,τι θέλω ακόμα και το άδικο. Αν θέλεις να πράξω το δίκιο σου θα πράξεις και εσύ το άδικό μου. Στη λογική η πρόταση δεν στέκει. Πρέπει να εφαρμόζεται το δίκιο και να απορρίπτεται εντελώς το άδικο. Ποιός όμως καθορίζει τι είναι δίκιο και τι άδικο; Το "συναμφότερον" είναι επομένως ένα ανατολίτικο παζάρι. Είναι ένας πρακτικός τρόπος να αντιμετωπιστεί ο δογματισμός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου