διαμαντια και μπλουζ...

διαμαντια και μπλουζ...
♥ οταν ολοι τρεχουν κατω απ τις ομπρελες,εγω θα στεκομαι κατω απ την βροχη..

Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2011

«Ήθελε γύρω του να υπάρχει μια τρυφερότητα»OΑναγνωστακης για τον Καββαδια..

«Ήθελε γύρω του να υπάρχει μια τρυφερότητα»
Γνώρισα τον Κολλια Καββαδία την άνοιξη το ’46. Ερχόταν τότε στη Θεσσαλονίκη κάθε βδομάδα ή κάθε δεκαπέντε μέρες, δε θυμάμαι καλά. Του είχα στείλει ένα βιβλίο μου. Ζήτησε να με γνωρίσει. Κανείς δεν καταδεχόταν να γνωρίσει έναν νέο. Ο Καββαδίας το ’κανε. Κι αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό της νοοτροπίας του ανθρώπου που δεν έχει καμιά πόζα, καμιά έπαρση για το έργο του. Είχε καταργηθεί η απόσταση μεταξύ μας. Για την ηλικία αυτή, δεκαπέντε χρόνια ήταν μεγάλη απόσταση. Ήταν σαν να είμαστε φίλοι. Κι αυτό νομίζω το διατήρησε σ’ όλα τα χρόνια του, κάνοντας παρέα, τα τελευταία χρόνια της ζωής του, αρκετά μεγάλος, παρέα με πολύ νέους ανθρώπους. Ήταν ένας άνθρωπος πάρα πολύ ευαίσθητος, ευπαθής, χαριτωμένος. Σπάνια μιλούσε για το έργο του, προτιμούσε να σε ρωτάει εσένα τι γράφεις, τι κάνεις. Προτιμούσε να μιλάει, να διηγείται ανέκδοτα, ιστορίες του, ίσως εκεί με κάποια υπερβολή, με μια χαριτωμένη υπερβολή. Ένα βράδυ, σε μια παρέα, τέσσερις πέντε ανθρώποι, αφού ήπιαμε, μιλήσαμε, τραγουδήσαμε, είπαμε ανέκδοτα, έπιασα εγώ την κιθάρα και είπα: «Τώρα σας έχω μια έκπληξη» και άρχισα να τραγουδάω στίχους του Καββαδία, σε γνωστά μοτίβα της εποχής, ιδίως σε ρεμπέτικα. Θυμάμαι, συγκεκριμένα, ότι είχα μεταφέρει το «έβραζε το κύμα του γαρμπή, είμαστε και οι δυο σκυφτοί στο χάρτη» στο ρυθμό του «Τι σε μέλλει εσένα κι αν θρηνώ, το κορμί μου εγώ κι αν το πουλώ». Εγώ το χαιρόμουν αυτό. Κι η παρέα το χάρηκε πολύ. Ο Καββαδίας μάλλον δυσφόρησε. Το φυσικό του τραύλισμα έγινε περισσότερο. Σχεδόν δεν μπορούσε να μιλήσει, να εκφραστεί.
- Μήπως ήταν απ’ τη συγκίνηση;
- Όχι, όχι. Ψέλλισε μερικές λέξεις για εγωισμό και, για πρώτη φορά, έκανε υπαινιγμό για την ηλικία μου. Είπε ότι οι νέοι... κατά κάποιο τρόπο, με έψεξε έμμεσα για ασέβεια. Τον είχε στενοχωρήσει τόσο πολύ αυτό το πράγμα, ώστε όλη η βραδιά, τουλάχιστον για μένα πέρασε άσκημα. Ο ίδιος το ξεπέρασε και έδειξε ότι δεν τον πείραξε πολύ.
- Το κατάλαβε ότι σας είχε πειράξει;
- Είμαι βέβαιος, γιατί την άλλη φορά που συναντηθήκαμε, μου είπε, έτσι φυσιολογικά, μισοσοβαρά, μισοαστεία –είχε πάντα ένα πικραμένο ύφος ο Κόλιας: «Δεν θα πούμε κι άλλα τραγούδια σήμερα;». Πολλές φορές, μια ιστορία με ένα βασικό πυρήνα αλήθειας αυτός την έκανε παραμύθι.
- Για παράδειγμα;
Ήταν μυθοπλάστης. Διάφορες ιστορίες του από τη θάλασσα, σχέσεις του με γυναίκες, πιθανόν και διάφορα φανταστικά βίτσια του ακόμα. Ήθελε να τον αγαπάνε. Ήθελε γύρω του να υπάρχει μια τρυφερότητα. Ναι, αυτή είναι η λέξη. Ήθελε μια τρυφερότητα.
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης σε ραδιοφωνική συνέντευξη μετά τον θάνατο του Καββαδία

3 σχόλια:

  1. Αποχαιρετιστήριος λόγος

    «Αγαπημένε μας σύντροφε ποιητή! Ο χτεσινός άνεμος, έφερε σε μας
    τους ναυτεργάτες, το πιο θλιβερό ραπόρτο... Το φορτηγό που περίμενες να σε πάρει, καθυστέρησε. Είναι τραβερσωμένο καταμεσής του ωκεανού, ζωσμένο στο πούσι. Στα ποστάλια τέλειωσαν τα ματσακονίσματα, οι ναύτες κρεμασμένοι στις σκαλωσιές, βάφουν τις άγκουρες, τραγουδώντας τα δικά σου τραγούδια. Οι καπετάνιοι δοκιμάζουν την μπουρού. Ένας μαρκόνης ανήσυχος, χτες αργά έστειλε το ραπόρτο στ’ αγαπημένα σου μαραμπού, να μη γρυλίζουν πια. «Αν ο Κολόμβος ανακάλυψε την Αμερική, εμείς δεν βρήκαμε τη δικιά μας ήπειρο να ξεμπαρκάρουμε...», μας έλεγες. Μα εσύ τι βρήκες; Ποιο τσακισμένο καραβοφάναρο σε πέταξε σ’ αυτές εδώ τις στεριές; Πες μας αν είναι αυτό το λιμάνι που άθελά σου φουντάρισες, ετοίμασε και για μας ένα ντοκ να δέσουμε πρυμάτσα... Ο Μάρτης! Αχ αυτός ο Μάρτης! Ξαναγεννιόσουν κάθε Μάρτη! Άργησε φέτος, όπως άργησε και το φορτηγό που θα αποχαιρετούσες τους γνωστούς απ’ όλα τα λιμάνια του κόσμου... Όλα άργησαν για σένα. Μονάχα εσύ βιάστηκες για το ταξίδι σου το αλαργινό.
    Αγαπημένε μας ποιητή, καλό ταξίδι. Δεν κουνάμε τα μαντίλια μας. Αυτά είναι για αταξίδευτους στεριανούς. Εμείς τα δικά μας τα πλέξαμε σαλαμάστρα και θα δέσουμε τις καινούργιες παντιέρες στα ξάρτια, τις παντιέρες που στο κέντρο τους θα ʼχουν τη γαλάζια σου ζωγραφιά. Αδελφέ μας ποιητή! Ξεκουράσου στην τελευταία σου κουκέτα, στην πιο μικρή καμπίνα που γνώρισε ποτέ ναυτικός. Εμείς θα πάμε για σκάντζα βάρδια. Ένα καράβι που πλέει αλάργα χαμένο στο πούσι, αν βρει τη ρότα του, θα μας πάρει. Για καλό κατευόδιο, εμείς οι ναυτεργάτες σύντροφοί σου, σου αφήνουμε λίγο φιλτραρισμένο απ’ τα μάτια μας θαλασσένιο νερό. Είναι μαζεμένο απ’ της θάλασσας τον καθάριο βυθό…

    Ο επικήδειος του συναδέλφου του ναυτεργάτη Χρήστου Παντελίδη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. «Είχε τη συστολή μικρού παιδιού»

    Έπλαθε φανταστικές ιστορίες κι έλεγε ψέματα, όχι για να ξεγελάσει ή να κερδίσει κάτι τι, μα για να διασκεδάσει τους συνομιλητές του ή να τους κάνει ν’ αλλάξουν την άδικη γνώμη τους για κάποιον που ο ίδιος αγαπούσε. Είχε τη συστολή μικρού παιδιού και ήταν αμέτρητες οι φορές που όταν τον ρωτήσαν «Μα είσθε ο ποιητής Καββαδίας; ο Μαραμπού;» κοκκίνιζε κι απαντούσε «Όχι, όχι. Είμαι απλώς ο ξάδελφός του. Εγώ είμαι μόνο ναυτικός. Δεν ξέρω από χαρτιά και από ποιήματα». Και την ίδια ώρα μπορούσε ν’ αποσυρθεί σε μια γωνιά για να γράψει πίσω από κάποιο πακέτο τσιγάρων στίχους που αργότερα, ολοκληρωμένοι σε ποίημα, θα έκαναν τόσο μοναδική τη φωνή του στη νεοελληνική ποίηση. Είναι γνωστό, άλλωστε, στους στενότερους φίλους του, πως το θαυμάσιο εκείνο ποίημά του «Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ» το έγραψε πάνω στο μάρμαρο ενός τραπεζιού σ’ ένα μικρό καφενείο του Πειραιά και βασανίστηκε να πείσει το έξαλλο γκαρσόνι να μην το σβήσει μέχρι που να φέρει χαρτί για να το αντιγράψει.

    Ανδρέας Μοθωνιός

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ο Καββαδίας ηταν ο ποιητης που ειχε το ιδιωμα να γραφει απλα ,ομορφα,κατανοητα και να σχηματιζει εικονες σε καθε στροφη.Γιαυτο και τα ποιηματα του μπορεσαν και μελοποιηθηκαν,ενω ηταν μεγαλα,και τραγουδηθηκαν απο ολους μας..Κι οταν καποιος γραφει τοσο απλα,ετσι απλος θα ειναι και ο ιδιος.Ο καθενας εχει μια τεχνοτροπία στο γραψιμο και εκει μισοφαινεται και ο χαρακτηρας του..

    ΑπάντησηΔιαγραφή