hghghghghghghghghghg
ΜΗΔΕΙΑ
Χάνομαι, το τραγούδι ακούω του γάμου.
Μια τέτοια συφορά δε μπορώ ακόμη
Να την πιστέψω. Βάσταξε να κάνει
την πράξη τούτη ο Ιάσονας, που μ’ είχε
αρπάξει απ’ το γονιό μου, απ’ την πατρίδα
κι από τους Θρόνους, έτσι να μ’ αφήκει
σε ξένους τόπους ο άκαρδος παντέρμη ;
Καταφρονάει τη δύναμή μου εκείνος
που είδε φωτιές και πέλαα να δαμάζω
με τη βοήθεια του κακού ; Ή νομίζει
πως τώρα πάει, εχάθει η μπορεσή μου ;
Ξώφρενη δώθε κείθε τριγυρνάω
Με το μυαλό σκοτεινιασμένο· τάχα
ποιον τρόπο εκδίκησης θα βρω ; Μακάρι
νά ’χε αδερφό κι αυτός· έχει γυναίκα·
σ’ αυτήν θα μπήξω το μαχαίρι· μα ετούτο·
φτάνει ν’ αντιζυγιάσει τα δεινά μου ;
Όσες κακούργες πράξεις κι αν γνωρίζουν
των Πελασγών ή των βαρβάρων όλες
οι πόλεις που τα χέρια μου δεν ξέρουν,
θα πρέπει να γεννούν. Τα κρίματά σου
ξανάρχονται στο νου και σε κεντρίζουν :
Το ξακουστό της χώρας μου στολίδι
που κλέψαν οι Αργοναύτες, ο μικρούλης
σύντροφος της ανόσιας παρθένας
με ξίφος κοφτερό κομματιασμένος,
θανάτου προσφορά για το γονιό του,
στο πέλαο το κορμάκι του σπαρμένο,
και τα ψητά σε χάλκινο λεβέτι
του γέροντα Πελία τα μέλη. Πόσες
φορές αιματοράντιστη δεν έχω
Σκορπίσει φρίκη, μα ποτέ οργισμένη
δεν το ’καμα , αλλά τώρα στην καρδιά μου
πικρός κι άρρωστος έρωτας κοχλάζει.
Ο Ιάσονας ποιον άθλον μοναχός
κατόρθωσε χωρίς ν ’χει βοήθεια
τη γνώση και τη δύναμη ενός άλλου ;
Θα ’πρεπε στο γυμνό σπαθί να βάλει
Το στήθος του – γλυκύτερα όμως λόγια,
ψυχή μου αγριεμένη γι’ αυτόν λέγε.
Μακάρι ο Ιάσονάς μου, καθώς ήταν
κάποτε, έτσι να ζει, δικός μου μόνο,
αλλιώς ας με θυμάται, τη ζωή του,
το δώρο που του χάρισα, αγαπώντας.
Ο Κρέοντας φταίει για όλα τούτα,
που με του βασιλιά την εξουσία
τ’ ανδρόγυνα χωρίζει, από τη μάνα
κλέβει τα τέκνα κι άσπλαχνα τσακίζει
τις καλοστεργιωμένες υποσχέσεις.
Θα τόνε πολεμήσω, αυτός μονάχα
Με την εκδίκησή μου θα πληρώσει.
Το σπίτι του θα κάμω σωρό στάχτες,
κι ο κάβος του Μαλέα που τα καράβια
σ’ αργοπορίες μακρόσυρτες κρατάει,
τις στέγες του θα δει μέσα στις φλόγες.
εργο της Νελλυς Παραστατιδου |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου