Η αγάπη δεν είναι κατα περίσταση, η αγάπη είναι άνευ όρων, δεν παζαρεύει δούναι και λαβείν, η αγάπη είναι έξοδος γιατί το εγώ το κάνει εσύ και σε λυτρώνει.
Στην αναμέτρηση ανάμεσα σε σένα και μένα αναμετρήθηκε ο εγωϊσμός μου με το σύμπαν. Αρχίζω να το αναγνωρίζω ύστερα από τόσες μάχες και τόσους τραυματισμούς πως η δόξα του πολέμου είναι η συμφιλίωση κι η δόξα του νικητή η υποταγή. Η ευγενική υποταγή όπως του βράχου που από σθένους περίσσια σκύβει και πλένει με θάλασσα τα πόδια της στεριάς.
Όχι καλή μου αγάπη, εσύ δεν τελειώνεις, το τέλος σου δεν έχει τελειωμό. Τα πράγματα δεν τελειώνουν έτσι εύκολα όπως το λέμε, τα πράγματα μεταλλάσσονται κι εγώ τώρα μεταλλάσσω τον απάνθρωπο έρωτά μου, σε αγάπη φιλάνθρωπη.
Δεν θέλω να μιλώ άλλο για μένα. Οι λέξεις είναι φυλακή, κατακρατούν τα δεύτερα και τους ξεφεύγει το κύριο που πετά πέρα σαν ήχος καμπάνας που σε τίποτα δεν φυλακίζεται. Οι λέξεις ταριχεύουν το ζωντανό και δεν το αφήνουν να περπατήσει.
Σ’ αγαπώ πια τόσο που δεν σ’ εχω ανάγκη. Σ’ αγαπώ τόσο που σε απαλλάσσω από μένα. Σ΄αγαπώ αληθινά και δεν φοβάμαι. Κατόρθωσα πραγματικά να μη σε φοβάμαι!
Ο φόβος σου ήταν πανίσχυρος. Με φόβο γεννηθήκαμε, με φόβο ανατραφήκαμε, τίποτα σχεδόν δικό μας δεν είναι ελεύθερο κι είναι δύσκολο να ξαναγεννηθούμε. Λεγεώνες μέσα μας και λεγεώνες προγόνων πίσω μας φοβούνται. Ελευθερία είναι η νίκη του φόβου και τον φόβο η φιλαυτία μας τον σπέρνει. Από πάνω της περνά η πύλη που βγάζει στη ζωή την αληθινή κι άλλον τρόπο δεν έχουμε. Άλλο τρόπο δεν έχω για να ζήσω: να σ’αγαπώ άφοβα, ελεύθερα.
Αγαπώντας σε να υπάρχω, τι να τα κάνω τα ίχνη…
Να σε αγαπώ άφοβα, ελεύθερα! Αρχίζω να εμπιστεύομαι την ζωή και να μην έχω αγωνία. Ζωή δεν είπαμε πως είναι το άλλο όνομα της αλήθειας;
Οι λέξεις είναι ξένα σώματα. Μ’ ενοχλούν. Μπορώ πια να σωπάσω.
Μ. Βαμβουνάκη -Η μοναξιά είναι από χώμα
Η μοναξιά είναι από χώμα
Έρχεται η ώρα που θα λυτρωθώ από σένα!
Και θα λυτρωθώ από σένα αγαπώντας σε περισσότερο, με της αγάπης το άμετρο μέτρο που είναι η περισσία.
Έρχεται η ώρα που δεν θα σε παίρνω από πίσω σα σκύλος, που δεν θα σε κατασκοπεύω με τη σκέψη, που δε θα σε πολιορκώ με υποθέσεις, που δε θα στήνω αγανακτισμένους διαλόγους στο μυαλό μου μαζί σου τις νύχτες, που δεν θα αγωνιώ για την εντύπωση που σου δίνω.
Θα σ’ αγαπώ τόσο που δεν θα σε απαιτώ δικιά μου. Να είσαι μόνο καλά εσύ χωρίς να ψάχνομαι πόσο καλά είμαι εγώ από το καλά σου. Η καταπληγιασμένη μου φιλαυτία άρχισε να ζαρώνει και να σκύβει κι εγώ αρχίζω να βλέπω εσένα πίσω της και να μπορώ να σε αγαπήσω.
Ούτε και γράμματα έχω ανάγκη να σου γράφω πια. Υπάρχω μόνο και σ’ αγαπώ κι αυτό το “σ’ αγαπώ” που δεν έχει ανάγκη καμία, ούτε καν για ανταπόδωση, θα πλημμυρίσει, θα γεμίσει με τον κυματισμό του τον κόσμο όλο, θα έρχεται και σε σένα κι εσύ θα μπορείς, όποτε θες να τ’ ακούς. Φτάνει να το θές.
Τα γράμματα που σου γράφω τα κόβω εδώ. Με περιορίζουν, με μεθούν, γεμίζω παραισθήσεις κι απ’ την αυτοσυγκίνηση τραβάω λάθος δρόμους. Όλο για τον εαυτό μου καταλήγω να μιλώ και να χαϊδολογιέμαι.
Να υπάρχω μονάχα, να σ’ αγαπώ μονάχα και να μην έχω λόγο κανένα να το δηλώνω. Ούτε την παρουσία μου να μη χρειάζεται να δηλώνω πια.
Σ’ αγαπώ τόσο που το ξεχνώ, όπως ξεχνάμε τα αυτονόητα και τα φυσικά. Σ’ αγαπώ τόσο που δεν σε κρίνω και εντελλώς σε αποδέχομαι. Γλίτωσα από το μαρτύριο να προσπαθώ συνεχώς να σε διορθώνω.
Σ’ αγαπώ τόσο που δεν σε θέλω. Γιατί δεν θες παρά ότι σου λείπει κι εσύ πια δεν μου λείπεις αφού στης αγάπης τον τόπο δεν χωρά η απόσταση. Σ’ αγαπώ κι αγαπώντας σε, σε περιέχω, σε έχω αφού είμαι, είμαι από σένα και μαζί σου κι όπου κι αν είμαι έρχεσαι.
Είμαστε στο παντού και στο πάντα τώρα που σ’ αγάπησα κι η αγάπη μου μας κάνει αδιαίρετους.
Εσύ καλή μου, μου δίδαξες την καταστροφή του να σ’ αγαπώ λίγο. Το λίγο ανοίγει ρωγμές να γλιστρά μέσα ο ακόρεστος εγωϊσμός, να σε απαιτεί, να σε διεκδικεί. η παρενέργεια του εγωϊστικού έρωτα είναι μια: γενική δηλητηρίαση που την αγάπη την αλλοιώνει σε μίσος.
Συνεχίζεται…
Μ. Βαμβουνάκη -Η μοναξιά είναι από χώμα/////Η παρουσία της απουσιας.......................
Αρχές φθινοπώρου, τελικά, ένα τηλεφώνημα ήταν δικό σου…
Εγώ που όλον αυτό τον καιρό με οδύνη χαρακτήριζα οποιοδήποτε κάλεσμα μονάχα σαν “Δεν είσαι εσύ ακόμα” με παρατηρούσα να σε υποδέχομαι ψυχρά, με απάθεια, σαν τίποτα να μην συμβαίνει.
Καμιά μα καμιά αυτογνωσία μας δεν είναι ικανή να προβλέψει την αντίδρασή μας κάποια δεδομένη ώρα, όταν πράγματι η ώρα αυτή φτάσει. Από τον τόνο της φωνής σου αισθάνθηκα πως ήσουν έτοιμη να γυρίσεις κοντά μου, έτοιμη να ζητήσεις συγνώμες και να δώσεις όρκους. Και τρόμαξα…
Παρέδιδες όλα σου τα όπλα κι έκανες όλη σου την λαμπρή εξουσία πάσα σε μένα. Μου μεταβίβαζες το ξίφος της απόφασης για τη ζωή μας.
Η απουσία σου τερμάτιζε εδώ και η μαγεία της και η αξία της μ’ εγκατέλειπαν απροετοίμαστο. Ότι ποθούσα κι ότι λαχταρούσα μου προσφερόταν στο πιάτο με άπρεπη, άσεμνη ευκολία.
Γυρνούσες πάλι σε μένα. Η τραγωδία μου τέλειωνε πιο κακόγουστα και κοινότυπα κι απ’ το αίσιο τέλος παλιάς ταινίας ελληνικής.
Κι εγώ που τώρα πια κάτι έχω μάθει περισσότερο για τις αλχημίες της παρανοϊκής μου ψυχής, αντέδρασα σαν κακομαθημένο κι εγωιστικό παιδί για να μην χάσω το πανάκριβο δώρο που αξιώθηκα. Για να μην μου λιώσει μέσα στην πλήξη της επιστροφής σου.
Μου είπες: Εντάξει, κέρδισες, θέλω ξανά να γυρίσω κοντά σου.
Τούτη η νίκη μου δεν μ’ ενδιαφέρει πια, τούτη η ήττα σου δεν είναι αυτό που γυρεύω.
Και τώρα, σου είπα όχι εγώ για να διαφυλάξω απ’ την παρουσία σου, το πολύτιμο απόσταγμα της απουσίας σου.
Μ. Βαμβουνάκη - Ιστορίες με καλό τέλος
Η παρουσία της απουσιας................
Μου είπες “όχι άλλο” κι έφυγες.
Ζούσα βαφτισμένος στην απουσία σου. Κι η απουσία σου ήταν η πιο αστραφτερή παρουσία της ζωής μου. Όλα τα κατέλυε κι όλα τα αναγεννούσε απ’ την αρχή, σε χρωματισμούς και φωτοσκιάσεις νέες. Φωτοσκιάσεις νοσταλγίας. Αν κάθε κόσμος χρειάζεται τον ήλιο του για να τριγυρίζει γύρω του και να ρουφά ζωή, αυτό το δικό σου “όχι” έγινε τώρα ο ήλιος του κόσμου μου και γύρω απ’ αυτό γύριζε η ύπαρξή μου συνεχώς.
Σε νοσταλγούσα.
Η νοσταλγία δίνει στην ζωή ουσία και ανάταση. Αθωώνει τις ψυχές κι ευαισθητοποιεί το δέρμα. Σε μαλακώνει, σε κάνει καλό κι ονειροπόλο. Τα πράγματα γύρω σου από απρόσωπα αντικείμενα μεταμορφώνονται σε σύμβολα, οιωνούς και υπαινιγμούς.
Κυκλοφορούσα ανάμεσα σε σύμβολα και υπαινιγμούς, όλα γύρω από σένα κι αυτό μετάγγιζε στη καθημερινότητά μου ποίηση και συγκίνηση. Το ανούσιο σκηνικό της καθημερινότητάς μου μεταποιήθηκε σε ένα μυστηριακό ιερογλυφικό που ξεκίνησα με ζήλο παθιασμένο να αποκρυπτογραφήσω.
Όλα του βίου μου πήραν μια θέση και συγκλείνανε στο μέγα ερωτηματικό της καρδιάς μου: Πότε θα ξανάρθεις;
Νοσταλγώντας σε, γινόμουν άμορφος κι αδικημένος. Η αίγλη του αδικημένου έριχνε στο πρόσωπό μου χλωμό φωτοστέφανο και με ξεχώριζε απ’ όλους τους άλλους γύρω μου που κανείς καημός δεν εξάγνιζε το δικό τους βλέμμα.
Βαφτισμένη στην απουσία σου, πήρε επιτέλους σκοπό η ζωή μου.
Αν είναι αλήθεια ότι αγαπάμε ότι μας λείπει, εγώ από την ώρα που έφυγες σε λάτρεψα. Κι αν οι άνθρωποι γνώριζαν την σημασία που μπορεί να έχει η απουσία τους θα τη χρησιμοποιούσαν καλύτερα στις μεταξύ τους σχέσεις. Αντίθετα, τρομάζουν μήπως απόντες περιπέσουν σε κενό ανυπαρξίας κι αυτό τους κάνει ενοχλητικά φασαριόζους και φλύαρους. Και το κενό της φλυαρίας είναι το χειρότερο.
Η απουσία σου μου γέμιζε την ζωή μου την άδεια. Δεν υπήρχε κενό μέσα μου ή έξω μου που να μην κύλησε η απουσία σου σαν πλημμύρα μπόρας και να το πλημμύρισε. Μήπως κι ο Θεός με την απουσία του δεν εμφανίζεται; Απών σε προκαλεί να τον αναζητάς, να τον οραματίζεσαι και την έκσταση η ερημιά στην φωτιάζει.
Πέρασα ένα ολόκληρο καλοκαίρι ζωντανός απ΄την απουσία σου, συνειδητοποιημένος απ’ την σιωπή σου. Ονειροπαρμένος, πληγωμένος, προσανατολισμένος στην αναμονή σου. Ήρωας τραγωδίας μικρής.
Για πρώτη φορά ήξερα με σιγουριά τι θέλω: Να επιστρέψεις!
Στην αναμέτρηση ανάμεσα σε σένα και μένα αναμετρήθηκε ο εγωϊσμός μου με το σύμπαν. Αρχίζω να το αναγνωρίζω ύστερα από τόσες μάχες και τόσους τραυματισμούς πως η δόξα του πολέμου είναι η συμφιλίωση κι η δόξα του νικητή η υποταγή. Η ευγενική υποταγή όπως του βράχου που από σθένους περίσσια σκύβει και πλένει με θάλασσα τα πόδια της στεριάς.
Όχι καλή μου αγάπη, εσύ δεν τελειώνεις, το τέλος σου δεν έχει τελειωμό. Τα πράγματα δεν τελειώνουν έτσι εύκολα όπως το λέμε, τα πράγματα μεταλλάσσονται κι εγώ τώρα μεταλλάσσω τον απάνθρωπο έρωτά μου, σε αγάπη φιλάνθρωπη.
Δεν θέλω να μιλώ άλλο για μένα. Οι λέξεις είναι φυλακή, κατακρατούν τα δεύτερα και τους ξεφεύγει το κύριο που πετά πέρα σαν ήχος καμπάνας που σε τίποτα δεν φυλακίζεται. Οι λέξεις ταριχεύουν το ζωντανό και δεν το αφήνουν να περπατήσει.
Σ’ αγαπώ πια τόσο που δεν σ’ εχω ανάγκη. Σ’ αγαπώ τόσο που σε απαλλάσσω από μένα. Σ΄αγαπώ αληθινά και δεν φοβάμαι. Κατόρθωσα πραγματικά να μη σε φοβάμαι!
Ο φόβος σου ήταν πανίσχυρος. Με φόβο γεννηθήκαμε, με φόβο ανατραφήκαμε, τίποτα σχεδόν δικό μας δεν είναι ελεύθερο κι είναι δύσκολο να ξαναγεννηθούμε. Λεγεώνες μέσα μας και λεγεώνες προγόνων πίσω μας φοβούνται. Ελευθερία είναι η νίκη του φόβου και τον φόβο η φιλαυτία μας τον σπέρνει. Από πάνω της περνά η πύλη που βγάζει στη ζωή την αληθινή κι άλλον τρόπο δεν έχουμε. Άλλο τρόπο δεν έχω για να ζήσω: να σ’αγαπώ άφοβα, ελεύθερα.
Αγαπώντας σε να υπάρχω, τι να τα κάνω τα ίχνη…
Να σε αγαπώ άφοβα, ελεύθερα! Αρχίζω να εμπιστεύομαι την ζωή και να μην έχω αγωνία. Ζωή δεν είπαμε πως είναι το άλλο όνομα της αλήθειας;
Οι λέξεις είναι ξένα σώματα. Μ’ ενοχλούν. Μπορώ πια να σωπάσω.
Μ. Βαμβουνάκη -Η μοναξιά είναι από χώμα
Η μοναξιά είναι από χώμα
Έρχεται η ώρα που θα λυτρωθώ από σένα!
Και θα λυτρωθώ από σένα αγαπώντας σε περισσότερο, με της αγάπης το άμετρο μέτρο που είναι η περισσία.
Έρχεται η ώρα που δεν θα σε παίρνω από πίσω σα σκύλος, που δεν θα σε κατασκοπεύω με τη σκέψη, που δε θα σε πολιορκώ με υποθέσεις, που δε θα στήνω αγανακτισμένους διαλόγους στο μυαλό μου μαζί σου τις νύχτες, που δεν θα αγωνιώ για την εντύπωση που σου δίνω.
Θα σ’ αγαπώ τόσο που δεν θα σε απαιτώ δικιά μου. Να είσαι μόνο καλά εσύ χωρίς να ψάχνομαι πόσο καλά είμαι εγώ από το καλά σου. Η καταπληγιασμένη μου φιλαυτία άρχισε να ζαρώνει και να σκύβει κι εγώ αρχίζω να βλέπω εσένα πίσω της και να μπορώ να σε αγαπήσω.
Ούτε και γράμματα έχω ανάγκη να σου γράφω πια. Υπάρχω μόνο και σ’ αγαπώ κι αυτό το “σ’ αγαπώ” που δεν έχει ανάγκη καμία, ούτε καν για ανταπόδωση, θα πλημμυρίσει, θα γεμίσει με τον κυματισμό του τον κόσμο όλο, θα έρχεται και σε σένα κι εσύ θα μπορείς, όποτε θες να τ’ ακούς. Φτάνει να το θές.
Τα γράμματα που σου γράφω τα κόβω εδώ. Με περιορίζουν, με μεθούν, γεμίζω παραισθήσεις κι απ’ την αυτοσυγκίνηση τραβάω λάθος δρόμους. Όλο για τον εαυτό μου καταλήγω να μιλώ και να χαϊδολογιέμαι.
Να υπάρχω μονάχα, να σ’ αγαπώ μονάχα και να μην έχω λόγο κανένα να το δηλώνω. Ούτε την παρουσία μου να μη χρειάζεται να δηλώνω πια.
Σ’ αγαπώ τόσο που το ξεχνώ, όπως ξεχνάμε τα αυτονόητα και τα φυσικά. Σ’ αγαπώ τόσο που δεν σε κρίνω και εντελλώς σε αποδέχομαι. Γλίτωσα από το μαρτύριο να προσπαθώ συνεχώς να σε διορθώνω.
Σ’ αγαπώ τόσο που δεν σε θέλω. Γιατί δεν θες παρά ότι σου λείπει κι εσύ πια δεν μου λείπεις αφού στης αγάπης τον τόπο δεν χωρά η απόσταση. Σ’ αγαπώ κι αγαπώντας σε, σε περιέχω, σε έχω αφού είμαι, είμαι από σένα και μαζί σου κι όπου κι αν είμαι έρχεσαι.
Είμαστε στο παντού και στο πάντα τώρα που σ’ αγάπησα κι η αγάπη μου μας κάνει αδιαίρετους.
Εσύ καλή μου, μου δίδαξες την καταστροφή του να σ’ αγαπώ λίγο. Το λίγο ανοίγει ρωγμές να γλιστρά μέσα ο ακόρεστος εγωϊσμός, να σε απαιτεί, να σε διεκδικεί. η παρενέργεια του εγωϊστικού έρωτα είναι μια: γενική δηλητηρίαση που την αγάπη την αλλοιώνει σε μίσος.
Συνεχίζεται…
Μ. Βαμβουνάκη -Η μοναξιά είναι από χώμα/////Η παρουσία της απουσιας.......................
Αρχές φθινοπώρου, τελικά, ένα τηλεφώνημα ήταν δικό σου…
Εγώ που όλον αυτό τον καιρό με οδύνη χαρακτήριζα οποιοδήποτε κάλεσμα μονάχα σαν “Δεν είσαι εσύ ακόμα” με παρατηρούσα να σε υποδέχομαι ψυχρά, με απάθεια, σαν τίποτα να μην συμβαίνει.
Καμιά μα καμιά αυτογνωσία μας δεν είναι ικανή να προβλέψει την αντίδρασή μας κάποια δεδομένη ώρα, όταν πράγματι η ώρα αυτή φτάσει. Από τον τόνο της φωνής σου αισθάνθηκα πως ήσουν έτοιμη να γυρίσεις κοντά μου, έτοιμη να ζητήσεις συγνώμες και να δώσεις όρκους. Και τρόμαξα…
Παρέδιδες όλα σου τα όπλα κι έκανες όλη σου την λαμπρή εξουσία πάσα σε μένα. Μου μεταβίβαζες το ξίφος της απόφασης για τη ζωή μας.
Η απουσία σου τερμάτιζε εδώ και η μαγεία της και η αξία της μ’ εγκατέλειπαν απροετοίμαστο. Ότι ποθούσα κι ότι λαχταρούσα μου προσφερόταν στο πιάτο με άπρεπη, άσεμνη ευκολία.
Γυρνούσες πάλι σε μένα. Η τραγωδία μου τέλειωνε πιο κακόγουστα και κοινότυπα κι απ’ το αίσιο τέλος παλιάς ταινίας ελληνικής.
Κι εγώ που τώρα πια κάτι έχω μάθει περισσότερο για τις αλχημίες της παρανοϊκής μου ψυχής, αντέδρασα σαν κακομαθημένο κι εγωιστικό παιδί για να μην χάσω το πανάκριβο δώρο που αξιώθηκα. Για να μην μου λιώσει μέσα στην πλήξη της επιστροφής σου.
Μου είπες: Εντάξει, κέρδισες, θέλω ξανά να γυρίσω κοντά σου.
Τούτη η νίκη μου δεν μ’ ενδιαφέρει πια, τούτη η ήττα σου δεν είναι αυτό που γυρεύω.
Και τώρα, σου είπα όχι εγώ για να διαφυλάξω απ’ την παρουσία σου, το πολύτιμο απόσταγμα της απουσίας σου.
Μ. Βαμβουνάκη - Ιστορίες με καλό τέλος
Η παρουσία της απουσιας................
Μου είπες “όχι άλλο” κι έφυγες.
Ζούσα βαφτισμένος στην απουσία σου. Κι η απουσία σου ήταν η πιο αστραφτερή παρουσία της ζωής μου. Όλα τα κατέλυε κι όλα τα αναγεννούσε απ’ την αρχή, σε χρωματισμούς και φωτοσκιάσεις νέες. Φωτοσκιάσεις νοσταλγίας. Αν κάθε κόσμος χρειάζεται τον ήλιο του για να τριγυρίζει γύρω του και να ρουφά ζωή, αυτό το δικό σου “όχι” έγινε τώρα ο ήλιος του κόσμου μου και γύρω απ’ αυτό γύριζε η ύπαρξή μου συνεχώς.
Σε νοσταλγούσα.
Η νοσταλγία δίνει στην ζωή ουσία και ανάταση. Αθωώνει τις ψυχές κι ευαισθητοποιεί το δέρμα. Σε μαλακώνει, σε κάνει καλό κι ονειροπόλο. Τα πράγματα γύρω σου από απρόσωπα αντικείμενα μεταμορφώνονται σε σύμβολα, οιωνούς και υπαινιγμούς.
Κυκλοφορούσα ανάμεσα σε σύμβολα και υπαινιγμούς, όλα γύρω από σένα κι αυτό μετάγγιζε στη καθημερινότητά μου ποίηση και συγκίνηση. Το ανούσιο σκηνικό της καθημερινότητάς μου μεταποιήθηκε σε ένα μυστηριακό ιερογλυφικό που ξεκίνησα με ζήλο παθιασμένο να αποκρυπτογραφήσω.
Όλα του βίου μου πήραν μια θέση και συγκλείνανε στο μέγα ερωτηματικό της καρδιάς μου: Πότε θα ξανάρθεις;
Νοσταλγώντας σε, γινόμουν άμορφος κι αδικημένος. Η αίγλη του αδικημένου έριχνε στο πρόσωπό μου χλωμό φωτοστέφανο και με ξεχώριζε απ’ όλους τους άλλους γύρω μου που κανείς καημός δεν εξάγνιζε το δικό τους βλέμμα.
Βαφτισμένη στην απουσία σου, πήρε επιτέλους σκοπό η ζωή μου.
Αν είναι αλήθεια ότι αγαπάμε ότι μας λείπει, εγώ από την ώρα που έφυγες σε λάτρεψα. Κι αν οι άνθρωποι γνώριζαν την σημασία που μπορεί να έχει η απουσία τους θα τη χρησιμοποιούσαν καλύτερα στις μεταξύ τους σχέσεις. Αντίθετα, τρομάζουν μήπως απόντες περιπέσουν σε κενό ανυπαρξίας κι αυτό τους κάνει ενοχλητικά φασαριόζους και φλύαρους. Και το κενό της φλυαρίας είναι το χειρότερο.
Η απουσία σου μου γέμιζε την ζωή μου την άδεια. Δεν υπήρχε κενό μέσα μου ή έξω μου που να μην κύλησε η απουσία σου σαν πλημμύρα μπόρας και να το πλημμύρισε. Μήπως κι ο Θεός με την απουσία του δεν εμφανίζεται; Απών σε προκαλεί να τον αναζητάς, να τον οραματίζεσαι και την έκσταση η ερημιά στην φωτιάζει.
Πέρασα ένα ολόκληρο καλοκαίρι ζωντανός απ΄την απουσία σου, συνειδητοποιημένος απ’ την σιωπή σου. Ονειροπαρμένος, πληγωμένος, προσανατολισμένος στην αναμονή σου. Ήρωας τραγωδίας μικρής.
Για πρώτη φορά ήξερα με σιγουριά τι θέλω: Να επιστρέψεις!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου