διαμαντια και μπλουζ...

διαμαντια και μπλουζ...
♥ οταν ολοι τρεχουν κατω απ τις ομπρελες,εγω θα στεκομαι κατω απ την βροχη..

Σάββατο 14 Μαΐου 2011

τι απεγινε η σταχτομπουτα?..

Θεούλη μου, δως μου δύναμη να σηκωθώ από το κρεβάτι. Κλείνουν τα μάτια μου. Τι κούραση είναι αυτή! Τι τα ‘θελα εγώ τα πριγκηπάτα? Τρομάρα μου… Καθόμουν ήσυχα – ήσυχα, σκάλιζα τις ωραίες μου στάχτες, άκουγα και καμμιά στριγγλιά της μητριάς μου. Σιγά το πράμα. Κάποια μέρα θα πέθαινε. Θα ησύχαζα. Κάτσε να πάω να δω τα δίδυμα.

Πάχυνα κιόλας λίγο και δεν μου πάει η ρόμπα. Το Πριγκηπόπουλο κοιμάται. Οχι κορόιδο ήτανε. Αφού σηκώνεται η Σταχτοπούτα, τρέχει γύρω-γύρω τους δούλους, τα δίδυμα, τον πατέρα του, τους πάντες, τι ανάγκη έχει, το μήνα που τρέφει τους έντεκα βρήκε. Κι όμως θα ‘παιρνα όρκο πως παλιά μ’ αγαπούσε.

Θυμάμαι τη μέρα που ήρθε στο σπίτι με το γυάλινο γοβάκι. Ψηλός, ξανθός, ευάερος, ευήλιος, με τα γαλάζια του, γονάτισε και μου το πέρασε στο αριστερό πόδι. Θυμάμαι πως μου φίλησε τις άκρες των δακτύλων και με σήκωσε στην αγκαλιά του. Ντράπηκα τότε. Τα χέρια μου ήταν μαύρα από τις στάχτες, εγώ αχτένιστη, σαν ρακοσυλλέκτρια. Χάλια. Κι εκείνος με κυττούσε στα μάτια και το μόνο που μου είπε, «τι ελαφριά που είσαι σαν πουπουλάκι» και μ’ ανέβασε στο άλογο. Με πήγε σπίτι του, φώναξε την παραμάνα του και της είπε. «Νενέ, αυτή τη γυναίκα θα παντρευτώ. Φρόντισέ τη, καλύτερα από τα μάτια σου.» Η αλήθεια είναι ότι όσο ζούσε η συχωρεμένη, τίποτε δεν μου έλειψε. Θυμάμαι τα λουτρά με γάλα και ροδοπέταλα που μου ετοίμαζε. Κι όταν έβγαλα τον πρώτο κάλο από το γυάλινο γοβάκι, μου τον περιποιήθηκε τόσο πολύ και μου είπε, «Σταχτοπούτα, να προσέχεις τους κάλους. Οσο τους γιατρεύεις η αγάπη σου θα είναι ζωντανή.» Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τη σκεπάζει…

Εγινε ο γάμος και στεφανώθηκα το Πριγκηπόπουλο με δόξα και τιμή. Βρε τι μεγαλεία είναι ετούτα, σκέφτηκα. Πριγκίπισσα με ντύσανε. Πριγκήπισσα. Κι από την άλλη μέρα, πήγε η πατημένη παντόφλα, σύννεφο. Τι τα θες, πάντα έτσι γίνεται. Δε βλέπω και τη Χιονάτη, δεν βλέπω και την Ωραία Κοιμισμένη ? Ολες τα ίδια. Σε ντύνουνε πριγκήπισσα για μια μέρα, για να σου χρυσώσουν το χάπι κι από την άλλη μέρα… Άσε που μέχρι να ντυθείς πριγκήπισσα, σου πιπιλάνε το μυαλό με το πριγκηπόπουλο. Θυμάμαι τη μακαρίτισσα τη μανούλα μου, από μικρό κοριτσάκι όταν με χτένιζε και τι δε μού ‘λεγε για το πριγκηπόπουλο. Πως θα ‘ρθει ντυμένο στα γαλάζια, καβάλα στο άσπρο άλογο να με πάρει… Για μετά, παρέλειψε να μου πει ορισμένες λεπτομέρειες, αλλά δε βαριέσαι και να μου τις έλεγε, θα τις πίστευα? Να, χασομέρησα τώρα, και δεν ξύπνησα τα παιδιά να πάνε στο κυνήγι.

«Τζέκυλ, Χάυντ, ξυπνήστε παλληκάρια μου. Σας περιμένει ο γιος της Χιονάτης να πάτε για κυνήγι. Άντε βρε πουλάκια μου, σηκωθείτε να ετοιμαστείτε γιατί πρέπει να πάω να δω και τον παππού.»
« Αν έρθει αυτός, εγώ δεν πάω πουθενά».
« Χριστός και Παναγιά. Τι ναι αυτά που λες παιδάκι μου. Για τον αδελφό σου τα λες αυτά?»
«Ποιον αδελφό μου ρε μάνα. Αυτό το εξάμβλωμα? Ούτε να ζει δεν του αξίζει. Οχι να βγαίνει έξω από το σπίτι και να πηγαίνει και για κυνήγι.»
«Βρε Τζεκυλ μου, τι ειν’ αυτά που λες? Δεν ξέρεις πόσο σ’ αγαπάει ο αδελφός σου? Για τι του φέρεσαι έτσι? Επειδή είναι λίγο διαφορετικός?»
«Καλά είσαι σοβαρή? Λίγο διαφορετικός? Άλλη Εσμεράλδα μας βρήκε. Μαμά, δε μιλάμε για τον Κουασιμόδο που είναι απλώς κακάσχημος, καμπούρης, κουτσός. Αυτός επιπλέον είναι και κουφός και μουγκός. Χώρια που δεν αντέχω αυτό το κούρεμα κάθε πρωί. Τον κουρεύεις το πρωί, το βράδυ, αρκούδα. Πως βγαίνουν τόσο γρήγορα τα μαλλιά του?»
«Ελα λεβέντη μου, πάρε μαζί σου τον αδελφό σου, κάντο για μένα. Κύττα πως κρέμεται από τα χείλη σου. Κύττα με τι λατρεία σε κυττάζει. Την ίδια κοιλιά μοιραστήκατε. Δείξε λίγο αγάπη.»
« Τελευταία φορά. Δεν ξαναεμφανίζομαι μαζί του πουθενά. Λοιπόν, ντύσου να φύγουμε.»
«Μπράβο σου αγόρι μου, νά ‘χεις την ευχή μου. Λοιπόν, πάω να δω τον παππού. Καλά να περάσετε.»


Πως έγινε αυτό και κάναμε δυο δίδυμα παιδιά και έγιναν τόσο διαφορετικά, ποτέ δεν το κατάλαβα. Ο ένας πανέμορφος, αψηλός, λεβέντης και ξύπνιος. Κι ο άλλος, Θε μου σχώρα με, παιδί μου είναι, μα σα τέρας. Το Πριγκηπόπουλο έφριξε μόλις τον είδε. Νομίζω, τότε, άρχισε να μ’ αγαπάει λιγότερο. Σαν να τρόμαξε όταν κατάλαβε ότι αυτό το παιδί ήταν στην κοιλιά μου. Σαν να με φοβήθηκε. Κι από το ίδιο βράδυ, δεν ξαναχαλάρωσε ποτέ σχεδόν στην αγκαλιά μου. Άρχισαν να λιγοστεύουν και οι εκτός πρωτοκόλλου κουβέντες του. Λες να φταίω εγώ? Λες η κοιλιά μου να ήτανε φαρμακωμένη? Λες να ήτανε κανένα μάγι της καρακαηδόνας της μητριάς μου? Και τώρα που είπα μάγι, κι αυτή η νονά μου, μετά τη βάφτιση των διδύμων , δεν ξαναφάνηκε. Μωρέ, συνομωσία του κερατά, παίχτηκε στην πλάτη μου. Κι η νονά, για το Πριγκηπόπουλο δούλευε.
Κι αυτό το παιδί, είχε πάντα ένα τόσο θλιμμένο βλέμμα. Εγώ τ’ αγάπησα μόλις το είδα. Ο πεθερός μου επέμενε να το κλείσουμε σε ίδρυμα. Εγώ ούτε να τ’ ακούσω. «Τώρα είσαι μικρή Σταχτοπούτα. Είσαι 17 χρονών και η καρδιά σου είναι αγνή. Δεν σκέφτεσαι πόσο σκληρός είναι ο κόσμος για όποιον είναι διαφορετικός. Δεν σκέφτεσαι πόσο μπορεί να βλάψει το παλάτι, ένα τέτοιο μυστικό. Ομως όταν το παιδί μεγαλώσει, θα είναι όλα πιο δύσκολα.» Τον καταλαβαίνω κι αυτόν. Είχε τα δίκια του. Αλλά και σήμερα που είμαι 35 χρονών, το ίδιο θα ‘κανα. Θα το κρατούσα το παιδί. Γι αυτό, δε μετάνοιωσα. Ισως να μ’ αγαπούσε περισσότερο το Πριγκηπόπουλο. Ισως όμως και όχι. Εδώ που τα λέμε είναι και λίγο άβουλο το Πριγκηπόπουλο. Θα μου πεις, άμα δεν ήταν άβουλο, δεν θα το έλεγαν Πριγκηπόπουλο, θα το έλεγαν Βασιλιά. Σωστό. Τέλος πάντων, εγώ δεν μετανοιώνω που το κράτησα το παιδί, κι ας έγινε αιτία να χάσω την αγάπη του άνδρα μου. Μόνο που βλέπω τα μάτια του, ξέρω ότι έκανα καλά. Ξέρω ότι κλαίει κρυφά τα βράδυα, αλλά αν δεν το είχα εγώ, θα έκλαιγε πολύ περισσότερο. Μόνο δύναμη να μου δίνει ο Θεός, να ζήσω να το φροντίσω.
«Ξυπνήσατε Βασιλέα μου?»
«Εσύ είσαι Σταχτοπούτα?»
«Εγώ Βασιλέα μου. Πως κοιμηθήκατε απόψε?»
«Δεν κοιμήθηκα σχεδόν καθόλου καλή μου.» Αυτός ο σουβλερός πόνος βασάνιζε το στήθος μου όλη τη νύχτα.»
«Πάω να σας φέρω λίγο γάλα, Δέσποτα. Θα βάλω μέσα και λίγο μέλι αρωματισμένο με τρούφα. Η νονά μου, μου έλεγε πάντα ότι το μέλι με τρούφα, ανασταίνει και νεκρό. Επιστρέφω αμέσως.»
«Δεν χρειάζεται να το φέρεις μόνη σου. Στείλ’ το μ’ έναν υπηρέτη.»
«Με βαρεθήκατε κιόλας Βασιλέα μου? Μόνο 19 χρόνια ζούμε μαζί. Πως θα περάσουμε τα υπόλοιπα 80? Κι έπειτα θέλω να μου πείτε ξανά εκείνη την ιστορία με την πολιορκία της Ρομ.»
«Μα σου την έχω πει τόσες φορές.»
«Κάθε φορά ακούγεται σαν καινούργια. Κι έπειτα θέλω να τη μάθω καλά γιατί έχω γιους σε ηλικία γάμου και μπορεί να χρειαστεί να τη διηγηθώ σε τίποτε εγγονάκια. Επιστρέφω σε λίγο.»
Καλός άνθρωπος. Ημερος, απαλός. Ποτέ δεν μου κακομίλησε. Και τώρα που το σκέφτομαι, κανείς ποτέ δεν μου κακομίλησε. Μόνο αυτή η παγωνιά που νοιώθω κάθε μέρα και περισσότερο, μ’ έχει τρομάξει. Πως έγινε και γίναμε ξαφνικά άγνωστοι? Πως έγινε και σταματήσαμε να κοιμόμαστε αγκαλιασμένοι? Ισως το Πριγκηπόπουλο αγάπησε κάποιαν άλλη. Θυμάμαι μια φορά που φιλοξενήσαμε την Πριγκήπισσα με το ρεβύθι, σαν να είχε γυαλίσει λίγο το μάτι του. Και μια άλλη φορά που περνούσε από δω το καραβάνι της Σεχραζάτ, και τους φιλοξενήσαμε μερικές εβδομάδες, μου φάνηκε πολύ απόμακρος. Ποιος ξέρει, ίσως κι εγώ να μην ήμουν το καλύτερό του.
Κι όμως, τον αγάπησα από την πρώτη στιγμή που τον είδα. Είχε αυτή τη λάμψη στο βλέμμα. Δεν είχα ξαναδεί ποτέ χρυσαφένια μάτια. Κι ήταν πολύ γλυκά τα μάτια του. Πίστεψα ότι μ’ αγάπησε κι αυτός. Δεν βαριέσαι, και τι ναι η αγάπη? Καλός είναι ο άντρας μου. Ούτε πίνει, ούτε με χτυπάει, ούτε κοιμάται ποτέ έξω από το παλάτι. Δεν μ’ αγκαλιάζει βέβαια πια, αλλά μήπως είναι υπερβολή στην ηλικία μου να ζητάω αγκαλιές?
Μήπως να έφευγα? Αν δεν είχα τον Χάυντ, μπορεί και να είχα φύγει. Ο Τζέκυλ, δεν με χρειάζεται πια, αλλά έτσι κι αλλιώς, ήταν πάντα ανεξάρτητο παιδί. Ο πεθερός μου, ίσως λυπηθεί, το Πριγκηπόπουλο, μάλλον θα ξαλαφρώσει. Λες να το βόλευε αν έφευγα? Και με το παιδί όμως, τι θα κάνω? Το παιδί, μόνο εδώ θα είναι ασφαλές και μόνο όσο ζω εγώ. Σταχτοπούτα, κούκλα μου, κλάφ’ τα. Εδώ να μείνεις. Εχουμε κι αυτή την εθιμοτυπική επίσκεψη στο δάσος της Χιονάτης, για τα 25άχρονα από το φαρμάκωμα, δεν είναι καιρός για βόλτες. Άσε που έχω βγάλει κι αυτόν τον κάλο στο πόδι και που να περπατάω… Τώρα που είπα κάλο, μήπως να κάνω ένα πεντικιούρ και να θυμηθώ τη Νενέ? Μήπως δεν φταίει το Πριγκηπόπουλο, αλλά το γυάλινο γοβάκι, που χάθηκε η αγάπη? Λοιπόν, θα κάνω μια τελευταία προσπάθεια. Θα γιατρέψω τους κάλους. Θα πετάξω δια παντός από πάνω μου τα γυάλινα γοβάκια, θα τα βάλω στην αίθουσα του χορού σε μια προθήκη. Θα ψάξω να βρω εκείνα τα μεταξωτά κεντητά πασουμάκια που μου χάρισε η Χαλιμά και θ’ αλλάξω χτένισμα. 19 χρόνια, το ίδιο μαλλί, δεν το θέλει κι ο Θεός. Για να δούμε.
«Τι μονολογείς αγάπη μου?»
«Τίποτε, κάτι δουλειές του παλατιού σκέφτομαι… Πόσο καιρό έχεις να με πεις έτσι?»
«Μόνο έτσι σε σκέφτομαι όμως. Αλλά σήμερα είσαι λίγο αλλιώς και είπα να σου το πω κιόλας. Ξέρεις Σταχτοπούτα, σκεφτόμουν…»
«Σςςςςςςςς. Θα τα πούμε στο ταξίδι αυτά. Πάω να κόψω ροδοπέταλα για το μπάνιο. Τι κάνεις το βράδυ?»
«Εχεις κάτι να προτείνεις?»
«Να μου κλείσεις το μάτι όπως τώρα.»
Για να δούμε…
(Tiνα Σταυρου)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου