ΚΕΦΑΛΑΙΟ Κ΄ [Με τη θηλιά στο λαιμό] [Σε μιαν απότομη όχθη βρίσκεται ένα ξεραμένο δέντρο και από κάτω ένας άντρας έχει περάσει μια αγχόνη στο λαιμό το...υ. Κοιτάζει προς το κενό και μονολογεί. Ο ουρανός πάνω του στέκεται βαρύς· πίσω, στο βάθος, μια ακίνητη σκιά τον παρακολουθεί]. Με λένε Ιούδα... Ποιος θα ξεχάσει το όνομά μου; Μόνο η μάνα μου δεν θα θέλει να το θυμάται έτσι... Δύστυχη,... ακόμα θα μ’ αγαπάς... Ήμουν ο χαϊδεμένος σου, «τρανός θα γίνεις» μου ’λεγες. Είδες, μάνα, που τα κατάφερα; Όλοι οι αιώνες θα με γνωρίζουν, κανένας δεν θα ξεχάσει το φιλί μου... Μόνο που εσύ θα κρύβεσαι από ντροπή ... Πόσο θ’ αντέξεις, δύσμοιρη; Ούτ’ έναν τάφο δεν σου αφήνω για να κλάψεις... Ούτε κι εγώ θέλω να ησυχάσω. Καλύτερα να πάω στους γκρεμούς. [Στον ουρανό αρχίζουν αστραπές και βροντές. Ο Ιούδας χαμογελάει ελαφρά]. Τώρα πια... Ξεπέρασα το φόβο σου, ουρανέ. Αν με χτυπήσει κεραυνός, λύτρωση θα είναι. Εσύ θα πρέπει να το ξέρεις... Μπορεί να ήταν γιος σου ο Ιησούς, αλλά και να μην ήταν... Εγώ είμαι εδώ κι αυτός εκεί. [Κοιτάζει προς τον Γολγοθά, όπου στο φως των αστραπών διακρίνονται τρεις σταυροί]. Πώς έφτασα εδώ;... Χτες ήταν που βγήκα μπροστά απ’ το πλήθος και στάθηκα απέναντι... Με κοίταξες βαθιά στα μάτια και με κάλεσες. «Είμαι ο Ιούδας ο Ισκαριώτης», είπα και μόλις τ’ άκουσαν ο Πέτρος και οι άλλοι ταράχτηκαν. Κάτι ψιθύρισαν για σπαθιά, μα εσύ ανυποχώρητος με διάλεξες. Είχα ακούσει πολλά για σένα. Ότι τους μάγεψες κι αυτοί σ’ ακολουθούσαν. Ότι σε έλεγαν Μεσσία κι εσύ δεν το αρνιόσουν. Ήρθα ν’ ακούσω για τη βασιλεία σου. Να υπηρετήσω τον σκοπό σου σαν δικό μου. Με μπέρδευες, όμως, Ιησού. Τη μια έλεγες πως ήρθες να βάλεις φωτιά και είχες χαρά που άναψε. Την άλλη κήρυττες υπακοή στον Καίσαρα και μακάριζες τους ειρηνοποιούς... Ποιος είσαι; Χόρταινες τον κόσμο με φαΐ, κι εμείς κάποιες φορές κλέβαμε στάχυα απ’ τους αγρούς να φάμε. Σε είδα να εξουσιάζεις τα δαιμόνια, μα δεν εμπόδισες τους στρατιώτες να σε μαστιγώσουν. Όσο και νεκρούς ανάστησες, εσύ ο καρφωμένος στο σταυρό... Ποιος ήσουν, Δάσκαλε; Εγώ ήθελα να είσαι ο Μεσσίας που θα μας λύτρωνε και θα δοξάζονταν ως τα πέρατα ο Θεός μας. Είχα πολεμήσει στα βουνά, μα ήταν ανώφελο... Θάρρεψα πως είσαι ο εκλεκτός και σ’ ακολούθησα. Με θάμπωσαν τα θαύματά σου και σε πίστεψα. Πιο πολύ απ’ τους φτωχούς σου μαθητές που παράτησαν γυναίκες και παιδιά για το συμφέρον... Εσύ μας συμπαθούσες όλους. Εμένα μου έδωσες το ταμείο, γιατί ήξερες πως χρειαζόμουν χρήματα. Κάποιοι με είπαν κλέφτη, εσύ όμως ήξερες ότι δεν ήμουν. Κι εγώ σε συμπαθούσα και ας μην σε καταλάβαινα τελείως... Κακό δεν μου ’κανες, μόνο αγάπη μου ’δειξες. Ήσουν καλός, μπορεί να ήσουν και προφήτης. Καμιά φορά μ’ έκανες να σε πιστεύω για Θεό... Το ’ξερες πως σε συμπαθούσα, ότι ήσουν η ελπίδα μου... Γιατί αργούσες; Έκανα υπομονή, μα οι αμφιβολίες με βασάνιζαν. Ποιος ήσουν, Ιησού; Κατέβηκα απ’ τα βουνά κι έμεινα επαναστάτης... Οι φίλοι σου δεν συμπαθούσαν τον κοκκινοτρίχη Ιούδα. Είχα αγριέψει εκεί ψηλά, κι αυτοί ήταν λαγοί του κάμπου. Εσύ, γιατί με συμπαθούσες;... Ποτέ δεν θέλησα να πάθεις κάτι. Τόσο αθώος, που με τρόμαζες... Και κάποιες φορές τόσο δυνατός, που μ’ έκανες να σε πιστέψω για Μεσσία... Δεν άντεξα να περιμένω άλλο. Ο κόσμος πλήθαινε κοντά σου. Το δαχτυλάκι σου να κούναγες και ο λαός θα πέθαινε για λόγου σου... ή θα νικούσε. Πριν λίγες μέρες σε υποδέχτηκαν σαν βασιλιά. Έναν σου λόγο ήθελαν... Κι εσύ τι έκανες; Πήγες στο Ναό και πέταξες έξω τους εμπόρους. Άφησες τον κόσμο με την πίκρα... Πότε άλλοτε θα μαζεύονταν τέτοιο πλήθος; Όσους και να σκότωναν θα έμεναν αρκετοί για να νικήσουμε. Μα εσύ τους έδιωξες... Τότε θύμωσα που πίστεψα σ’ εσένα. Άλλος ένας χρόνος για να γεμίσουν με προσκυνητές τα Ιεροσόλυμα, και πώς ξαναμαζεύεις τους απογοητευμένους; Το είδες μόνος σου, οι ίδιοι που φώναζαν «ωσαννά», σήμερα ούρλιαζαν να σε σταυρώσουν... Θύμωσα που οι επαναστάτες έγιναν όχλος στα χέρια των παπάδων, που χάθηκε η πιο μεγάλη ευκαιρία να λευτερωθούμε... Ήσουν αθώος, όμως δεν ήσουν ο ηγέτης που θα γινόταν βασιλιάς μας. Τότε ήρθαν οι άνθρωποι του Καϊάφα... Ήξερες πως χρειαζόμουν χρήματα... Ήξερα πως είσαι αθώος... Με είχες πληγώσει, μα κακό δεν ήθελα να πάθεις. Αχ, Ιησού... Τι σχέδια είχες στο μυαλό σου για να σκοτώσεις την ελπίδα μας; Ποιος ήσουν, ποιον σκοπό υπηρετούσες... Όχι μονάχα δεν μ’ εμπόδισες, αλλά μου είπες και να προχωρήσω... [Πιάνει τη θηλιά που έχει περασμένη στο λαιμό και την ξεσφίγγει για να μπορεί ν’ ανασάνει καλύτερα. Δεν δείχνει να θέλει να την βγάλει, αλλά να παρατείνει λίγο ακόμα τις σκέψεις του, να βρει απάντηση για το πώς έφτασε εκεί τη ζωή του]. Ήξερα πως είσαι αθώος. Οι Ρωμαίοι δεν σε καταζητούσαν και οι ιερείς δεν θα μπορούσαν να σου κάνουν τίποτε χωρίς την άδεια του Πιλάτου... Ο Πιλάτος δεν σε φοβόταν για επαναστάτη, δεν θ’ άφηνε να σε σκοτώσουν. Μόνο το ιερατείο τρόμαξες. Μου ζήτησαν μόνο να δείξω στη φρουρά ποιος είσαι και να είναι μέρος ασφαλές. Δεν με πλήρωσαν να σε σκοτώσω, γιατί ποτέ δεν θα το έκανα. Αλλά η φρουρά τους δεν σε ήξερε, μονάχα να τους δείξω... Δεν ήταν τα πολλά λεφτά, μα εσύ αθώος. «Τι θα του κάνουν;» σκέφτηκα. «Είναι αθώος. Το πολύ να τον τρομάξουν, να σταματήσει να μιλάει για τα Βιβλία και τις ερμηνείες τους»... Ήμουν θυμωμένος γιατί άφησες να χαθεί η ευκαιρία. Θα σ’ εγκατέλειπα, θα γύριζα πάλι στα βουνά. Άμα με χρειαζόσουν... Δεν ήθελα να πάθεις κάτι... Ούτε τα λεφτά ήθελα ούτε το θάνατό σου, κι εσύ το ήξερες. Να σ’ αναγκάσω ήθελα να φανερώσεις τον Ιησού που είχες καλά κρυμμένο... Και πού αλλού θα τον φανέρωνες, αν όχι στο Συνέδριο και στον αρχιερέα; Συγχώρεσέ με, Δάσκαλε. Μ’ εξευτέλισαν, αυτοί μου ζήτησαν να σε φιλήσω. Οι αχρείοι ήξεραν ότι βοηθούσα τον αγώνα. Μ’ εκβίασαν ότι θα με προδώσουν στους Ρωμαίους. Ήταν αργά να κάνω πίσω... Σιχάθηκα τον εαυτό μου, αλλά είχα βάλει την πατρίδα πιο πάνω απ’ τη ζωή μου. Αυτοί γελούσαν... Μου πέταξαν το πουγκί σαν να ’μουνα σκυλί του δρόμου. Έσκυψα και το μάζεψα στ’ αλήθεια σκυλιασμένος. ‘‘Θα ’ρθει και η ώρα που θα σας το ξεπληρώσω», είπα. Αυτοί γελούσαν... Τα άλλα τα ξέρεις, Ιησού... Το μόνο που δεν ξέρεις, είναι πως όταν είδα να σε στέλνουν στο σταυρό, εγώ μετάνιωσα. Δεν άντεξα έτσι που σε είδα... Τους βρήκα μαζεμένους στο παλάτι και πέταξα τα αργύρια στα μούτρα τους. Τους είπα πως αμάρτησα γιατί παρέδωσα έναν αθώο. Γελούσαν. Εσύ είσαι ο ένοχος, μου είπαν... Δεν ήταν αυτοί οι ένοχοι που παρέδωσαν έναν Εβραίο στον Πιλάτο και τον εκβίασαν να σε σκοτώσει... Δεν ήταν αυτοί που παρέσυραν τον όχλο να ζητήσει τη σταύρωση του βασιλιά τους... Είχαν δίκιο, εγώ ήμουν ο ένοχος..., εγώ πρόδωσα τον Δάσκαλο που μ’ αγαπούσε... Πόνεσα... Πιο πολύ δεν έχω πονέσει στη ζωή μου. Δεν ήθελα να σου κάνω κακό, δεν το περίμενα... ήσουν αθώος. Και δεν μπορούσα να επανορθώσω... ούτε με τη ζωή μου... Τι να την κάνω τώρα τη ζωή μου; ... Πιο μεγάλο κακό δεν γίνεται να κάνω. Είπα να έρθω και να ζητήσω τη συγνώμη σου... μέσα στο πλήθος, ποιος θα μ’ άφηνε και μήτε εσύ θα μ’ άκουγες... [Μικρή παύση]. Ήρθα, Ιησού... και καλύτερα που δεν μπόρεσα να πλησιάσω... Είχαν μεθύσει με το αίμα σου, θα σε χτυπούσαν κι άλλο αν μ’ έβλεπαν. Μόνο η ντροπή... και πώς να επανορθώσει μια συγνώμη το κακό... Σκότωσα αυτόν που αγαπούσα..., δεν φτάνει η μετάνοια για να ζήσεις. Όταν σκοτώνει την αγάπη... ο άνθρωπος δεν είναι άνθρωπος...· άνθρωποι σαν κι εμένα δεν ωφελεί να ζουν... Σε πρόδωσα μ’ ένα φιλί..., με πράξη της αγάπης. Ξέρω ότι η καρδιά σου με συγχώρεσε... γιατί η αγάπη συγχωράει κι ας μην το ζητάει ο φταίχτης. Αλλά εγώ τώρα πρέπει να φύγω, Ιησού. Κοντά σ’ εσένα θα θυμούνται και τον Ιούδα, την προδοσία της αγάπης... Τι πειράζει που κανένας δεν ακούει τις σκέψεις μου...; Φτάνει που το παράδειγμά μου δεν είναι μόνο η προδοσία... Όποιος αγαπάει θα ξέρει πως ο προδότης της αγάπης είναι νεκρός... Ας συνεχίζει ν’ ανασαίνει..., ας κοροϊδεύει όλον τον κόσμο... Ο προδότης της αγάπης... ξέρει πως είναι ένας νεκρός. Ας με θυμούνται οι άνθρωποι... Να μην τολμάνε να σκοτώνουν την αγάπη..., να ξέρουν ποια είναι η μοίρα του προδότη... Αυτή είναι η λύτρωσή μου... να με θυμάται ο κόσμος..., να μην τολμάνε να προδώσουν... [Σταματάει να μιλάει και πιάνει με τα δυο χέρια την αγχόνη. Ρίχνει ένα βλέμμα γύρω και καρφώνει την τελευταία ματιά στον Γολγοθά. Σφίγγει τώρα γερά τη θηλιά και αφήνει τα χέρια να πέσουν χαλαρά στο πλάι]. Μη με συγχωρέσεις, Ιησού, μη... δεν είμαι άξιος για την αγάπη... [Κλαίει στην τελευταία φράση. Σκύβει μπροστά απότομα, χάνει την ισορροπία και το σώμα αιωρείται στο κενό. Ο Ιούδας παύει ν’ ανασαίνει και λυτρώνεται από την προδοσία. Πέφτει πυκνή βροχή και οι αστραπές γίνονται πιο δυνατές. Η σκιά στο βάθος χάνεται. Ο Ιούδας βρίσκεται μόνος, μια στο σκοτάδι, μια στο φως].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου