Η Κυρα των χελιδονων
Ζουσε καποτε στη γη των Τσιγγανων, μια πενταμορφη πριγκιπισσα, η Μαρινα.
Η γη των τσιγγανων δεν ανηκε ποτε στους τσιγγανους, αν και ο καταυλισμος τους υπηρχε εκει απο χρονια, ωστοσο οι εξουσιαστες των δημων, δισταζαν να στειλουν εκει τους μισθοφορους τους να τους διωξουν, γιατι μπορει και να ξεσπαγε αληθινος πολεμος. Φροντιζαν ομως να τους καμουν τη ζωη δυσκολη, μπας και σηκωθουν να φυγουν μοναχοι τους κι ετσι ειχαν μετατρεψει τον τοπο γυρω σε σκουπιδοτοπο. Κι εκτος απο διαλυμενα θρανια και ξεχαρβαλωμενα αυτοκινητα, εφερναν και τοποθετουσαν τις σιδερενιες πινακιδες, οπου προανηγγειλαν τα εργα τους στις προεκλογικες περιοδους και μετα τις εκλογες τις ξεστηναν, για να τις ξαναστησουν στις επομενες... Αυτο το εφιαλτικο τοπιο ομως φαινεται οτι αρεσε στα χελιδονια, για να ρχονται να χτιζουν τις φωλιες τους κι ετσι καθε Ανοιξη συνερρεαν αμετρητα σμηνη πουλιων, μετατρεποντας τις σκουριασμενες πινακιδες σε ενα ειδος Λουνα παρκ για χελιδονες...
Η Μαρινα εμφανιζονταν στον καταυλισμο στις αρχες της Ανοιξης, με τα πρωτα χελιδονια και ξαναφευγε το φθινοπωρο, μαζι τους. Γι αυτο και την ονομαζαν - Η Κυρα των χελιδονων...
Καποτε λενε οτι την εβανε στο ματι ο γιος του σεϊχη και της εταξε διαμαντια κι αστερια για να πει το ναι και να τον παντρευτει αλλα η Μαρινα τον αγνοησε. Αυτος μανισμενος, μια νυχτα που χε πιει το καταπετασμα, εφερε γερανακι και σηκωσε ολοκληρο το αντισκηνο της, με τη Μαρινα μεσα, που κοιμοτανε αμεριμνη. Ετσι τσουβαλιασμενη, τηνε κρεμασε απο μια πινακιδα και της ξεκαθαρισε πως αν δεν τον παντρευονταν, θα την αφηνε εκει να κορακιασει απο τη διψα. Οι τσιγγανοι που ειχαν μαζευτει απο κατου, δεν τολμησαν να καμουν την παραμικρη κινηση, φοβουμενοι τον σεϊχη και τον γιο του σεϊχη. Η Μαρινα, παροτι ηξερε οτι ο μεθυσμενος απο ερωτα τσιγγανος ητανε ικανος να την παρατησει εκει απανω, δεν του εδωσε καμια σημασια, παρα βολευτηκε οσο γινονταν καλυτερα και περιμενε να δει που θα φτανε η τρελα του... Συνεβη ομως κατι θαυμαστο, που εχουνε ακομα να το διηγουνται στα παραμυθια τους οι τσιγγανοι...
Τα μυριαδες χελιδονια που φωλιαζαν στις σκουριασμενες πινακιδες του δημου, ξεπεταχτηκαν ολα μαζι κι αρχισοανε, τιτιβιζοντας, να ραμφιζουνε τις ραφες του αντισκηνου. Τσιμπι - τσιμπι, το ξηλωσαν εντελως κι ελευθερωσαν την ωραια αιχμαλωτη.Η Μαρινα πιαστηκε απο τον στυλο της πινακιδας και γλιστρησε χαμω κι ενω ολοι τους σταυροκοπιοντουσαν απορωντας με το ανηκουστο αυτο της φυσης, γυρισε και τους εφτυσε. Μετα πηγε κι αγκαλιασε τον γιο του σεϊχη, που την παρακολουθουσε με ανοιχτο το στομα και τον επιασε απαλα απο το χερι...
- Δεν σου κραταω κακια, του ειπε. Οτι εκαμες το εκαμες για την τρελα του ερωτα...
Ολο το καλοκαιρι κοιμοτανε με τον γιο του σεϊχη, ο οποιος της αγορασε και καινουριο αντισκηνο, οταν ομως ηρθε το φθινοπωρο, τα μαζεψε κι εφυγε, μαζι με τα χελιδονια της...
Το τι εκαμε και το πως ζουσε ολο τον χεμωνα, κανενας τους δεν ηξερε να πει με βεβαιοτητα. Η μοναδικη της περιουσια ηταν ενα κοκκινο ντατσουν, που το οδηγουσε μοναχη της κι εμπορευονταν κερασια. Καποιοι ελεγαν οτι αποδημουσε κι αυτη στις ζεστες χωρες, παρεα με τα χελιδονια, εδειχναν μαλιστα και μια ζωγραφια κομμενη ταχα μου απο καποιο περιοδικο, που την απεικονιζε στο τιμονι του ντατσουν, να ταξιδευει αναμεσα στα συννεφα, παρεα με τα χελιδονια. Πολλες νεαρες τσιγγανες ορκιζοντουσαν πως την ειχαν δει στο ονειρο τους να οδηγει το κοκκινο φορτηγακι της, στις εθνικες οδους του ουρανου και πως το ντατσουν ειχε βγαλει κανονικα φτερα αεροπλανου και πετουσε... Και μια μικρη τσιγγανα, ονοματι Κιμερ, τραγωδουσε ενα παραξενο τραγουδι για τον αγγελο των χελιδονιων, που η Μαρινα τον συναντουσε στα παρκιν του ουρανου και τονε κερναγε κατακοκκινα κερασια, απ αυτα που πωλουσε... Αλλοι ομως ισχυριζονταν πως ολα αυτα ησανε παραμυθια κι οτι η πενταμορφη Μαρινα ητανε ερωμενη ενος παμπλουτου μπαλαμου, με τον οποιο ομως ειχε καμει συμφωνια να την κατεχει μονο τον μισο καιρο κι ετσι τον αφηνε και τον ξαναβρισκε μαζι με τα χελιδονια της...
Το τελευταιο καλοκαιρι, που την ειδανε στον καταυλισμο, γιατι μετα η Μαρινα εφυγε και χαθηκε, συνεβησαν καποια δραματικα γεγονοτα....
Τον καιρο εκεινο, μεγαλες συμφορες ειχαν επιπεσει στις κεφαλες των πτωχων ανθρωπων. Ο κοσμακης εχαναν τις δουλειες τους, τα μαγαζια και τα εργοστασια εκλειναν, ενώ προστιμομπηχτες και φοροεισπρακτορες τους αρπαζαν και την τελευταια δεκαρα. Πανοπλοι μπατσοι περιπολουσαν στους δρομους. Στις τηλεορασεις μιλουσαν για καποια χρεωκοπια, την ωρα που οι γραβατοπειρατες της Ευρωπης, οι οποιοι ειχανε μυριστει το ποσο ευκολη λεια ηταν αυτή η χωρα, χυμουσαν σαν τα λυκορνια και λεηλατουσαν τα παντα… Ένα από τα μεγαλυτερα ρεσαλτα της διεθνους πειρατειας ηταν κι αυτό που το ειχαν βαπτισει κομψα – «Η πρασινη αναπτυξη». Οι κανουροι δημοι, ειχαν αναδιαρθρωθει εξεπιτηδες, ακριβως για να διασφαλιστουν τα συμφεροντα των γραβατοπειρατων, που εκμεταλλευοντουσαν τις φοβιες του κοσμακη και με προσχημα ένα καλυτερο μελλον, λεηλατουσαν ασυστολα το παρον… Μια ισχυρη ομαδα της διεθνους πειρατειας ειχαν ερθει λοιπον σε συναλλαγη με τους δημους και αγορασαν τη γη των τσιγγανων, για να την καμουν αιολικο παρκο, να παραγουν «πρασινο» ρευμα. Κι ετσι, ένα ωραιο πρωί, οι ανυποψιαστοι τσιγγανοι ειδαν μπροστα τους τις μπουλντοζες και ξοπισω τους δεκαδες πανοπλους μισθοφορους της εξουσιας, με το δαχτυλο στη σκανδαλη.
Πριν καλα-καλα συνερθουνε οι ανθρωποι από το αγριο ξυπνημα, τους την επεσαν οι γραβατοπειρατες και τους εκαμαν εξηγηση από τις ντουντουκες… Εντος εικοσιτεσσαρων ωρων, τους ανακοινωσαν, θα επρεπε να εκκενωσουν τον καταυλισμο, ο οποιος θα ισοπεδωνονταν, θα ξεβρωμιζονταν και θα μετατρεπονταν σε οκικολογικο παρκο. Αν κανενας τους τολμουσε να καμει καμια ταρζανια, θα τον παραχωνανε στα μπαζα, με τις μπουλντοζες! Ετσι, ξερα… Και μετα οι γραβατοπειρατες υψωσαν λαβαρα τις δικαστικες αποφασεις και τα επισημα εγγραφα κι αφου καλυφθηκαν πισω από τους δημοτικομπατσους, εδωσαν συνθημα να ξεκινησει η επιχειρηση. Ωσοτου εκκενωθει ο καταυλισμος, οι μπουλντοζες θα εκκαθαριζαν τον σκουπιδοτοπο….
Οι κακομοιροι οι τσιγγανοι ησαν τοσο φοβισμενοι, που δεν παρατηρησαν τοτε ότι η Κυρα των χελιδονιων, φορτωσε μανι-μανι το αντισκηνο της στο κοκκινο ντατσουν κι εφυγε οδηγωντας το, σαν να τανε αεροπλανο. Μονον η ονειροπαρμενη Κιμερ, θα ελεγε αργοτερα πως το ειχε δει με τα ματια της, ότι ανοιξαν τα κοκκινα φτερα και το ντατσουν υψωθηκε στον ουρανο σαν χελιδονι…
Στο μεταξυ, οι τσιγγανοι αφου πια ξυπνησαν για τα καλα και αρχισαν να ανβτιλαμβανονται τι ειχε συμβει, δοκιμασαν να διαπραξουν τις γνωστες μαμουνιες τους, με τις οποιες όμως ειχαν αποτρεψει στο παρελθον παρομοιες αστυνομικες επιχειρησεις. Και βγηκανε φουριοζοι στα ημιφορτηγα, βομβαρδιζοντας τους δημοτικομπατσους με πατατοφλουδες και κουραδοπλυματα. Αυτοι όμως ησανε από τη νεα φουρνια των μισθοφορων και δεν εμοιαζαν με τους παλιους μπατσους, που το επαιρναν και λιγο στην πλακα. Βαλανε λοιπον μπροστα και πυροβολουσανε τα λαστιχα των ημιφορτηγων και αφου τα εκαμαν καλοκαιρινα, πιασανε τις αντλιες νερου. Οι τσιγγανοι, που σιχαινονταν το νερο πιο πολύ και από τους κεραμιδογατους, δεχτηκαν απανω τους ανελεητους πιδακες υψηλης πιεσης και ανγκαστηκαν να υποχωρησουν προς τα ενδοτερα του καταυλισμου. Οι γραβατοπειρατες όμως δεν τους λυπηθηκαν και εδωσαν εντολη να σημαδεψουνε οι αντλιες κατευθειαν απανω στα τσαντηρια και τοτε εγινε ο χαμος, γιατι αγριες στηλες νερου παρεσυραν τα τσουμπλεκια των τσιγγανων κι εβλεπες να εκτινασσονται σωρηδον κατσαρολικα και βελεντζες, ανακατα με κλεμενα ραδιοκασετοφωνα και μουσκεμενα τσιγγανοπουλα, τα οποια στροβιλιζονταν στον αερα, σαν υγρες μπαλαρινες… Οι τσιγγανοι απωθηθηκαν τελος σε μια γωνιτσα του διαλυμενου καταυλισμου και τρεμοντας σαν τις βρεγμενες γατες, υψωσαν τη σημαια της συνθηκολογησης.
Οι γραβατοπειρατες τους ανακοινωσαν από τις ντουντουκες ότι τους απεμεναν μολις εικοσι ωρες για να τα μαζεψουν και να φυγουν. Οι μπουλντοζες εβαναν μπροστα και αρχισαν το ξηλωμα, πρωτα –πρωτα από τις δημοτικες πινακιδες - αυτές που ησαν γεματες από χελιδονοφωλιες… Κι ενώ μουγκριζανε οι μηχανες, μαυρισε τοτε ο ουρανος από τα σμηνη των αστεγων χελιδονων, που εφερναν τρομαγμενα μια δυο βολτες γυρω από τα γκρεμισμενα σπιτακια τους κι υστερα ανοιγαν φτερα για να φυγουν σε καποιον πιο φιλοξενο τοπο, μακρια από γραβατωμενους πειρατες και πρασινους πλιατσικολογους… Μεχρι το ξημερωμα δεν ειχε μεινει στον πρωην σκουπιδοτοπο ουτε ντενεκες….
Ξημερωνοντας η μερα, οι γραβατοπειρατες ηρθαν και σωριασαν τα λαβαρα με τα επισημα εγγραφα, καταμεσης των τσιγγανων και μετα εδωσαν εντολη στους εργατες του δημου να σηματοδοτησοτησουν με κοκκινες ταινιες την περιοχη του καταυλισμου. Οποιον εκαμε την αποκοτια να μεινει μεσα στην προς εκαθαριση περιοχη, θα τονε σαρωναν οι μπουλντοζες. Οι τσιγγανοι, που ειχαν στο μεταξυ φορτωσει τα υπαρχοντα τους στα ντατσουν, συγκεντρωθηκαν γυρω από τις ταινιες σηματοδοτησης και περιμεναν να δουν τη λεηλασια, πριν να ξεκινησουν οριστικα για καποιον άλλο τοπο, οπου θα εμεναν για λιγο καιρο, μεχρι να τους ξαναδιωξουν κι από εκει… Οι μπουλντοζες μπηκαν στον καταυλισμο κι αρχισαν να σωριαζουν μπαζα από κιλιμια, αδειανες μποτιλιες, μισοτελειωμενους ερωτες και λεηλατημενα ονειρα.
Τοτε όμως ξαναφανηκαν τα χελιδονια…
Φαινεται ότι οι πρωτες που τα ειδανε ησαν οι πιο ονειροπαρμενες από τις τσιγγανες, γιατι πηγαν κι εφεραν τα ντεφια τους κι αρχισαν ένα σιγανο στην αρχη, διστακτικο τραγουδι… Και ξοπισω από τα συννεφακια των χελιδονιων, ειδανε να προβαλει το κοκκινο ντατσουν της Μαρινας. Αλλα η καροτσα του ντατσουν ητανε γεματη από μαυρους ιπποτες, οπλισμενους με επισημα εγγραφα και με σημαιες γεματες βαρειες σφραγιδες… Κανεις δεν εμαθε ποτε με βεβαιοτητα που ακριβως ειχε παει η Κυρα των χελιδονιων και πως ειχε κατορθωσει να σχηματισει εκεινο τον στρατο από μαυροντυμενους δικηγορους, που ηρθανε να πολεμησουν στο πλευρο της για μια χαμενη υποθεση. Αλλοι ελεγαν ότι ειχε πεταξει με το ημιφορτηγακι της στον μακρινο τοπο οπου η ιδια ηταν πριγκιπισσα κι ότι ο βασιλιας ο πατερας της της εδωκε τους καλυτερους νομοϋπασπιστες του κι αλλοι επεμεναν ότι ο εραστης της ο μπαλαμος, την ειχε συνδραμει με λεφτα και γνωριμιες και ετσι εξασφαλισε αυτους τους χαρτοαρματωμενους ιπποτες αλλα όπως και να χε συμβει, το γεγονος ηταν πως η Κυρα των χελιδονιων προσγειωσε το κοκκινο ντατσουν της μπροστα στους γραβατοπειρατες κι από την καροτσα του αποβιβαστηκαν ευθυς οι μαυροι της στρατιωτες, οι οποιοι χυμηξαν καταπανω στους γραβατοπειρατες.
Ακολουθησε λυσαλεα μαχη, οπου οι μαυροι δικηγοροι εξακοντιζαν εναντια στους αντιπαλους τους τα πιο κοφτερα εγγραφα και τις πιο αιχμηρες σφραγιδες, ενώ αυτοι προσπαθουσαν ματαιως να προφυλαχτουν, χρησιμοποιωντας για ασπιδα τους χαρτοφυλακες τους. Τελος, οι γραβατοπειρατες αναγκαστηκαν να οπισθοχωρησουν και εδωσαν εντολη στις μπουλντοζες να απομακρυνθουν από τον καταυλισμο. Η πρασινη αναπτυξη αναβαλλονταν επ αοριστον ή μεχρις οτου τα αφεντικα τους της διεθνους πειρατειας, να τους εφοδιαζαν με καινουρια οπλα και πιο αποτελεσματικες χαρτοαποφασεις, από τα δικαστηρια της Ευρωπης… Κι ως τοτε οι τσιγγανοι μπορουσαν να ξαναγυρισουνε στον λεηλατημενο τους τοπο.
Τα χελιδονια όμως και η πενταμορφη Κυρα τους, δεν ξαναγυρισαν στον καταυλισμο.
Η Κιμερ, που τραγωδει ακομα την ιστορια της Κυρας των χελιδονιων, λεει πως φευγοντας η Μαρινα, της εμπιστευθηκε ένα νεογνο χελιδονακι, που ειχε σπασμενο το φτερο: "Τα παραμυθια δεν μπορουν να μας σωσουν πια", της ειπε η Κυρα των χελιδονιων και της ζητησε να αγαπα το τραυματισμενο χελιδονι.
- Ότι δεν μπορει να πεταξει πια, μονο η αγαπη μπορει να το σωσει…
Και μετα μπηκε στο κοκκινο ντατσουν της και πεταξε μακρια, σ έναν ουρανο γεματον χελιδονια…Λ.Πανουσης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου