Ναυαγός έρωτας
«Τότε ταξίδευα με το ΑΡΧΑΝΔΡΟΣ. Φορτώσαμε σιτάρι στο Βανκούβερ του Καναδά με προορισμό το νησί Χονσού της Ιαπωνίας. Θα ξεφορτώναμε λίγο στο Μότζι και το υπόλοιπο στη Γιαβάτα, όπου και θα ξεκουραζόμασταν καμιά δεκαριά μέρες. Είχαμε ξαναπάει εκεί και περίμενα πώς και πώς να φτάσουμε. Γιατί εκεί ήταν η Χιμίκο και με περίμενε. Ήταν μια γνωριμία διαφορετική από τις γνωστές ιστορίες των λιμανιών. Σύντομη και διαφορετική. Τη συνάντησα σ’ ένα σινεμά μα δε θυμάμαι ποια ταινία έπαιζε, γιατί δεν την είδα. Από τη στιγμή που έπιασα συζήτηση με την κοπέλα δίπλα μου, δε μ’ ενδιέφερε ποιοι έπαιζαν στο πανί, αλλά το έργο στο οποίο πρωταγωνιστούσαμε εμείς οι δυο. Μιλούσε καλά Αγγλικά και στα μάτια τής Χιμίκο άρχισε ν’ ανθίζει καινούργιο όνειρο. Ήθελε να γνωρίσει τον κόσμο, ήθελε να ζήσει στην Ευρώπη, την οποία γνώριζε μόνο από πληροφορίες: Βιβλία, τηλεόραση, κάποιοι γνωστοί της τουρίστες. Ήμουν κοντά τριάντα χρονών κι ελεύθερος, ό,τι έπρεπε για τα όνειρά της. Δώσαμε ραντεβού το άλλο βράδυ στον ίδιο χώρο, «γιατί δεν θα είναι εύκολο, μου είπε, να συναντηθούμε αλλού. Πρέπει να το οργανώσουμε καλύτερα». Έτσι κι έγινε, γιατί δεν είχα άλλο χρόνο στη διάθεσή μου, μια και την μεθεπόμενη θα μπαρκάραμε γι’ άλλο ταξίδι, γι’ άλλο λιμάνι.
Το επόμενο βράδυ πάλι στην ίδια ταινία αλλά εμείς δεν ήμασταν καν θεατές. Στο σκοτάδι της πλατείας ανταλλάξαμε ένα κλεφτό φιλί και στο διάλειμμα μετακινηθήκαμε στον εξώστη, όπου λόγω της μάλλον μέτριας ταινίας δεν βρίσκονταν κανένας άλλος. Εκεί συνεχίσαμε τις ερωτικές στιγμές μας. Σου φαίνεται περίεργο που ένας ναυτικός ερωτεύτηκε; Δεν είναι όπως τα λένε για μας, κι εμείς έχουμε ψυχή και μπορούμε ν’ αγαπήσουμε μια γυναίκα. Η κοπέλα δεν ήταν του λιμανιού, είχε αισθήματα, ήθελε ζωή ανθρώπινη. Μείναμε και στην άλλη παράσταση, ήμασταν και οι δυο ερωτευμένοι. Χωρίσαμε με πόνο και δάκρυα για έξι μήνες. Ήξερα ότι σε έξι μήνες θα ξαναπήγαινα στη Γιαβάτα και αυτή είπε ότι θα με περιμένει.
Όταν ήρθε ο καιρός και ξεκινήσαμε από Βανκούβερ γι’ αυτό το ταξίδι, συμπεριφερόμουν σαν ερωτευμένος έφηβος: Νευρικότητα, ανυπομονησία, ονειροπολήσεις. Δεκαπέντε μέρες κράτησε το ταξίδι στη θάλασσα. Ο καιρός ήταν μέτριος, ούτε μπουνάτσα, ούτε τρικυμίες. Το καράβι φορτωμένο με σιτάρι και όνειρα έπλεε αργά προς τον προορισμό του. Εγώ σκεφτόμουν μόνο τον προορισμό.
Τέλος πάντων, φτάσαμε. Πρώτα στο Μότζι κι ύστερα Γιαβάτα. Δέκα μέρες! Δέκα μέρες για έναν ταλαιπωρημένο ναυτικό που περίμενε πώς και πώς να φτάσει στο δικό του λιμάνι. Μου πήρε μια μέρα να τη συναντήσω. Προχωρούσαμε πιασμένοι χέρι-χέρι και δεν έδινα καμιά σημασία στον κόσμο. Μ’ ενδιέφερε μόνο η Χιμίκο, γι’ αυτό και δεν πρόσεξα μια μικρή νευρικότητα στις κινήσεις και τα λόγια της. Το θεώρησα πολύ φυσικό μέχρι που πήγαμε σ’ ένα εστιατόριο να φάμε. Ήταν κοντά στα 1970 και η Ιαπωνία δεν είχε ανοιχτεί στη Δύση, όπως την ξέρουμε σήμερα. Στο εστιατόριο δεν υπήρχε τραπέζι για μας. Ούτε στο άλλο, ούτε σε κανένα άλλο. Η Χιμίκο μού εξήγησε ότι δεν τους άρεσε που έβλεπαν μια δική τους παρέα μ’ έναν ξένο. Φαίνεται πως η Ιαπωνία δεν είχε ξεπεράσει τον πόνο της από τις ατομικές βόμβες και κάθε λευκός τούς θύμιζε τους δολοφόνους των δικών τους ανθρώπων. Μπορεί να τους άρεσαν τα δολάρια των ξένων, αλλά δεν ήθελαν να βλέπουν φιλίες ντόπιων με λευκούς. Αρχές του ’70 και ήμασταν θύματα ενός περίεργου ρατσισμού. Κάπου καταφέραμε τελικά να φάμε κάτι, να σπρώξουμε κάτω την πίκρα μας, και αποφασίσαμε να γυρίσουμε στο καράβι. Εκεί τουλάχιστον δεν κινδυνεύαμε, μια και δεν υπήρχε αστυνομία να ελέγξει ποιοι έμπαιναν και ποιοι έβγαιναν.
Έτσι πιστεύαμε εμείς. Όταν ανεβήκαμε, στο κατάστρωμα ήταν μόνο οι εργάτες του λιμανιού που δούλευαν στο ξεφόρτωμα και σ’ άλλες βοηθητικές δουλειές. Αποδείχτηκε όμως πως ούτε κι αυτοί διέφεραν από τους άλλους ντόπιους κι ας έτρωγαν ψωμί στο καράβι μου. Άρχισαν να τη βρίζουν ομαδικά, την προπηλάκιζαν, την έσπρωχναν να φύγει από ’κει. Αυτή αμυνόταν και τους απαντούσε γρήγορα και δυνατά στη γλώσσα τους. Καταφέραμε κάποια στιγμή να περάσουμε και μπήκαμε στην καμπίνα μου. Σοκαρισμένοι και οι δυο από τα γεγονότα, δεν είχαμε μυαλό να σκεφτούμε ή να κάνουμε τίποτε άλλο. Προσπαθούσαμε να συνέλθουμε από την απίστευτη συμπεριφορά των συμπολιτών της, αυτή έκλαιγε στην αγκαλιά μου.
Δεν πέρασε πολλή ώρα, ούτε δεκαπέντε λεπτά, έτσι μου φάνηκε τότε, και κατέφθασε ειδοποιημένη η Λιμενική αστυνομία. Δεν πίστευα ότι έβλεπα αυτά που έβλεπα. Ο αξιωματικός την έβγαλε από την καμπίνα τραβώντας την κυριολεκτικά από τα μαλλιά και με κλωτσιές την πέταξε έξω από το καράβι… Αυτή φώναζε και έκλαιγε αλλά κανένας δεν συγκινούνταν από τα δάκρυά της. Εγώ δεν πρόλαβα να σκεφτώ να κάνω κάτι επιτέλους, κι έτσι την πήραν χωρίς ν’ αντιδράσει κανένας.
Την πήγαν στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής, της πήραν αποτυπώματα, της έβγαλαν φωτογραφίες και την έγραψαν στα βιβλία τους. Ήταν η τυπική διαδικασία καταγραφής μιας γυναίκας ως ιερόδουλης. Διαμαρτυρόταν, ωρυόταν ότι δεν ήταν πόρνη αλλά τίποτε. Για την αστυνομία η πράξη της ήταν απόδειξη επαγγελματικής συμπεριφοράς και όχι σοβαρή σχέση. Δεν είχε το δικαίωμα να αγαπήσει έναν ξένο, ήταν αφύσικο για την κοινωνία τους μια Γιαπωνέζα ν’ αγαπήσει έναν ξένο.
Έμεινα δέκα μέρες ακόμα στη Γιαβάτα και συνεχίσαμε να βγαίνουμε μαζί, καταλαβαίνεις τι δυσκολίες είχε αυτό το «μαζί». Η Χιμίκο τις περισσότερες φορές έκλαιγε. Γνώριζε καλά τον τόπο της γι’ αυτό και έκλαιγε για τη ζωή της που καταστράφηκε ανεπανόρθωτα. Ό,τι κι αν προσπάθησα, δεν κατάφερα να την παρηγορήσω. «Δεν καταλαβαίνεις…», μου έλεγε συνέχεια. Ό,τι κι αν κάναμε, έμοιαζε με ατμόσφαιρα κηδείας κι όχι ερωτικής ικανοποίησης. Κι εγώ είχα σοκαριστεί, γιατί αλλιώς φανταζόμουν αυτές τις μέρες στη Γιαβάτα. Τόση προσμονή, τόση χαρά και είχε καταλήξει σε τραγωδία.
Ήρθε η μέρα να φύγω. Τελευταίες αγκαλιές, τελευταία φιλιά, ενώ διαπίστωνα με τρόμο ότι κανένας δεν την ενοχλούσε πλέον, κανένας δεν την προπηλάκιζε που ήταν παρέα μ’ έναν ξένο…
Σε έξι μήνες ξαναπήγα στη Γιαβάτα αλλά με άλλα αισθήματα τώρα. Δεν υπήρχε πια ερωτική προσμονή αλλά σκέτος παγωμένος αέρας κι ας ήταν Ιούνιος μήνας. Δεν είχα διάθεση να την αναζητήσω, δεν ήθελα να της δημιουργήσω περισσότερα προβλήματα.
Πήγα σ’ ένα μπαρ μόνος να πιω, να θυμηθώ αλλοτινούς καιρούς και πεθαμένα όνειρα. Ήταν εκεί. Η Χιμίκο ήταν εκεί. Γέλαγε και έπινε με την ψυχή της παρέα με αντρική συντροφιά, με κάποιον μαύρο ναυτικό. Έφυγε εκείνος και κάθισε άλλος στη θέση του, λευκός αυτός, πάλι η Χιμίκο έπινε και γέλαγε. Δεν της μίλησα.
Το άλλο βράδυ πήγα στο ίδιο μπαρ και κάθισα σε μια γωνία. Ξανά είδα τη Χιμίκο με άλλη τώρα συντροφιά. Ρώτησα τον μπάρμαν για την κοπέλα κι αυτός γι’ απάντηση μου είπε την τιμή της… Η Χιμίκο είχε γίνει αυτό που είχαν γράψει στα βιβλία τους οι αστυνομικοί: μια ιερόδουλη που εκδίδονταν κανονικά, με την άδεια της αστυνομίας πλέον. Σε μια στιγμή συναντήθηκαν τα βλέμματά μας. Μου έστειλε ένα πικρό χαμόγελο, σουφρώνοντας τα χείλη της κι ύστερα κατέβασε το κεφάλι. Σε δέκα λεπτά έφυγε από το μπαρ χωρίς να έρθει στο τραπέζι μου. Εγώ κάθισα λίγο ακόμα, καπνίζοντας και πίνοντας, όσο να μη τη συναντήσω στο δρόμο. Αναγκάστηκα όμως να φύγω, για να μην πιω πολύ και μεθύσω σ’ αυτόν τον καταραμένο τόπο. Πήγα στο καράβι, κλείστηκα στην καμπίνα μου κι όλο το βράδυ έπινα ουίσκι μόνος κι απαρηγόρητος. Μπορεί να ήμουν ναυτικός αλλά Χιμίκο δεν συναντάς κάθε μέρα.
Ύστερα από χρόνια ξαναπήγα στη Γιαβάτα. Όχι, δεν την ξανασυνάντησα αλλά είδα όλη την πόλη να εκπορνεύεται. Η Ιαπωνία είχε παραδοθεί ολόκληρη στη Δύση και οι ξένοι ήταν οι πιο ευπρόσδεκτοι πελάτες. Τώρα σιχάθηκα τη δουλικότητα και τον ξεπεσμό τους. Κι εγώ να υποφέρω πάντοτε από εκείνες τις θύμησες…»
Άδειασε την τελευταία γουλιά στο στόμα του με μια απότομη κίνηση κι έσβησε μισό το τσιγάρο στο τασάκι. Τόση ώρα τον άκουγα να διηγείται την ιστορία του και δεν τον διέκοψα ούτε μια φορά. Στα μάτια του ήταν ακόμα η πίκρα και η νοσταλγία εκείνης της σχέσης. «Εγώ την έκανα πόρνη, εγώ…, εγώ…», μονολόγησε κοιτώντας κάπου, μακριά.
Αλέξης Β. Σταυράτης
«Τότε ταξίδευα με το ΑΡΧΑΝΔΡΟΣ. Φορτώσαμε σιτάρι στο Βανκούβερ του Καναδά με προορισμό το νησί Χονσού της Ιαπωνίας. Θα ξεφορτώναμε λίγο στο Μότζι και το υπόλοιπο στη Γιαβάτα, όπου και θα ξεκουραζόμασταν καμιά δεκαριά μέρες. Είχαμε ξαναπάει εκεί και περίμενα πώς και πώς να φτάσουμε. Γιατί εκεί ήταν η Χιμίκο και με περίμενε. Ήταν μια γνωριμία διαφορετική από τις γνωστές ιστορίες των λιμανιών. Σύντομη και διαφορετική. Τη συνάντησα σ’ ένα σινεμά μα δε θυμάμαι ποια ταινία έπαιζε, γιατί δεν την είδα. Από τη στιγμή που έπιασα συζήτηση με την κοπέλα δίπλα μου, δε μ’ ενδιέφερε ποιοι έπαιζαν στο πανί, αλλά το έργο στο οποίο πρωταγωνιστούσαμε εμείς οι δυο. Μιλούσε καλά Αγγλικά και στα μάτια τής Χιμίκο άρχισε ν’ ανθίζει καινούργιο όνειρο. Ήθελε να γνωρίσει τον κόσμο, ήθελε να ζήσει στην Ευρώπη, την οποία γνώριζε μόνο από πληροφορίες: Βιβλία, τηλεόραση, κάποιοι γνωστοί της τουρίστες. Ήμουν κοντά τριάντα χρονών κι ελεύθερος, ό,τι έπρεπε για τα όνειρά της. Δώσαμε ραντεβού το άλλο βράδυ στον ίδιο χώρο, «γιατί δεν θα είναι εύκολο, μου είπε, να συναντηθούμε αλλού. Πρέπει να το οργανώσουμε καλύτερα». Έτσι κι έγινε, γιατί δεν είχα άλλο χρόνο στη διάθεσή μου, μια και την μεθεπόμενη θα μπαρκάραμε γι’ άλλο ταξίδι, γι’ άλλο λιμάνι.
Το επόμενο βράδυ πάλι στην ίδια ταινία αλλά εμείς δεν ήμασταν καν θεατές. Στο σκοτάδι της πλατείας ανταλλάξαμε ένα κλεφτό φιλί και στο διάλειμμα μετακινηθήκαμε στον εξώστη, όπου λόγω της μάλλον μέτριας ταινίας δεν βρίσκονταν κανένας άλλος. Εκεί συνεχίσαμε τις ερωτικές στιγμές μας. Σου φαίνεται περίεργο που ένας ναυτικός ερωτεύτηκε; Δεν είναι όπως τα λένε για μας, κι εμείς έχουμε ψυχή και μπορούμε ν’ αγαπήσουμε μια γυναίκα. Η κοπέλα δεν ήταν του λιμανιού, είχε αισθήματα, ήθελε ζωή ανθρώπινη. Μείναμε και στην άλλη παράσταση, ήμασταν και οι δυο ερωτευμένοι. Χωρίσαμε με πόνο και δάκρυα για έξι μήνες. Ήξερα ότι σε έξι μήνες θα ξαναπήγαινα στη Γιαβάτα και αυτή είπε ότι θα με περιμένει.
Όταν ήρθε ο καιρός και ξεκινήσαμε από Βανκούβερ γι’ αυτό το ταξίδι, συμπεριφερόμουν σαν ερωτευμένος έφηβος: Νευρικότητα, ανυπομονησία, ονειροπολήσεις. Δεκαπέντε μέρες κράτησε το ταξίδι στη θάλασσα. Ο καιρός ήταν μέτριος, ούτε μπουνάτσα, ούτε τρικυμίες. Το καράβι φορτωμένο με σιτάρι και όνειρα έπλεε αργά προς τον προορισμό του. Εγώ σκεφτόμουν μόνο τον προορισμό.
Τέλος πάντων, φτάσαμε. Πρώτα στο Μότζι κι ύστερα Γιαβάτα. Δέκα μέρες! Δέκα μέρες για έναν ταλαιπωρημένο ναυτικό που περίμενε πώς και πώς να φτάσει στο δικό του λιμάνι. Μου πήρε μια μέρα να τη συναντήσω. Προχωρούσαμε πιασμένοι χέρι-χέρι και δεν έδινα καμιά σημασία στον κόσμο. Μ’ ενδιέφερε μόνο η Χιμίκο, γι’ αυτό και δεν πρόσεξα μια μικρή νευρικότητα στις κινήσεις και τα λόγια της. Το θεώρησα πολύ φυσικό μέχρι που πήγαμε σ’ ένα εστιατόριο να φάμε. Ήταν κοντά στα 1970 και η Ιαπωνία δεν είχε ανοιχτεί στη Δύση, όπως την ξέρουμε σήμερα. Στο εστιατόριο δεν υπήρχε τραπέζι για μας. Ούτε στο άλλο, ούτε σε κανένα άλλο. Η Χιμίκο μού εξήγησε ότι δεν τους άρεσε που έβλεπαν μια δική τους παρέα μ’ έναν ξένο. Φαίνεται πως η Ιαπωνία δεν είχε ξεπεράσει τον πόνο της από τις ατομικές βόμβες και κάθε λευκός τούς θύμιζε τους δολοφόνους των δικών τους ανθρώπων. Μπορεί να τους άρεσαν τα δολάρια των ξένων, αλλά δεν ήθελαν να βλέπουν φιλίες ντόπιων με λευκούς. Αρχές του ’70 και ήμασταν θύματα ενός περίεργου ρατσισμού. Κάπου καταφέραμε τελικά να φάμε κάτι, να σπρώξουμε κάτω την πίκρα μας, και αποφασίσαμε να γυρίσουμε στο καράβι. Εκεί τουλάχιστον δεν κινδυνεύαμε, μια και δεν υπήρχε αστυνομία να ελέγξει ποιοι έμπαιναν και ποιοι έβγαιναν.
Έτσι πιστεύαμε εμείς. Όταν ανεβήκαμε, στο κατάστρωμα ήταν μόνο οι εργάτες του λιμανιού που δούλευαν στο ξεφόρτωμα και σ’ άλλες βοηθητικές δουλειές. Αποδείχτηκε όμως πως ούτε κι αυτοί διέφεραν από τους άλλους ντόπιους κι ας έτρωγαν ψωμί στο καράβι μου. Άρχισαν να τη βρίζουν ομαδικά, την προπηλάκιζαν, την έσπρωχναν να φύγει από ’κει. Αυτή αμυνόταν και τους απαντούσε γρήγορα και δυνατά στη γλώσσα τους. Καταφέραμε κάποια στιγμή να περάσουμε και μπήκαμε στην καμπίνα μου. Σοκαρισμένοι και οι δυο από τα γεγονότα, δεν είχαμε μυαλό να σκεφτούμε ή να κάνουμε τίποτε άλλο. Προσπαθούσαμε να συνέλθουμε από την απίστευτη συμπεριφορά των συμπολιτών της, αυτή έκλαιγε στην αγκαλιά μου.
Δεν πέρασε πολλή ώρα, ούτε δεκαπέντε λεπτά, έτσι μου φάνηκε τότε, και κατέφθασε ειδοποιημένη η Λιμενική αστυνομία. Δεν πίστευα ότι έβλεπα αυτά που έβλεπα. Ο αξιωματικός την έβγαλε από την καμπίνα τραβώντας την κυριολεκτικά από τα μαλλιά και με κλωτσιές την πέταξε έξω από το καράβι… Αυτή φώναζε και έκλαιγε αλλά κανένας δεν συγκινούνταν από τα δάκρυά της. Εγώ δεν πρόλαβα να σκεφτώ να κάνω κάτι επιτέλους, κι έτσι την πήραν χωρίς ν’ αντιδράσει κανένας.
Την πήγαν στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής, της πήραν αποτυπώματα, της έβγαλαν φωτογραφίες και την έγραψαν στα βιβλία τους. Ήταν η τυπική διαδικασία καταγραφής μιας γυναίκας ως ιερόδουλης. Διαμαρτυρόταν, ωρυόταν ότι δεν ήταν πόρνη αλλά τίποτε. Για την αστυνομία η πράξη της ήταν απόδειξη επαγγελματικής συμπεριφοράς και όχι σοβαρή σχέση. Δεν είχε το δικαίωμα να αγαπήσει έναν ξένο, ήταν αφύσικο για την κοινωνία τους μια Γιαπωνέζα ν’ αγαπήσει έναν ξένο.
Έμεινα δέκα μέρες ακόμα στη Γιαβάτα και συνεχίσαμε να βγαίνουμε μαζί, καταλαβαίνεις τι δυσκολίες είχε αυτό το «μαζί». Η Χιμίκο τις περισσότερες φορές έκλαιγε. Γνώριζε καλά τον τόπο της γι’ αυτό και έκλαιγε για τη ζωή της που καταστράφηκε ανεπανόρθωτα. Ό,τι κι αν προσπάθησα, δεν κατάφερα να την παρηγορήσω. «Δεν καταλαβαίνεις…», μου έλεγε συνέχεια. Ό,τι κι αν κάναμε, έμοιαζε με ατμόσφαιρα κηδείας κι όχι ερωτικής ικανοποίησης. Κι εγώ είχα σοκαριστεί, γιατί αλλιώς φανταζόμουν αυτές τις μέρες στη Γιαβάτα. Τόση προσμονή, τόση χαρά και είχε καταλήξει σε τραγωδία.
Ήρθε η μέρα να φύγω. Τελευταίες αγκαλιές, τελευταία φιλιά, ενώ διαπίστωνα με τρόμο ότι κανένας δεν την ενοχλούσε πλέον, κανένας δεν την προπηλάκιζε που ήταν παρέα μ’ έναν ξένο…
Σε έξι μήνες ξαναπήγα στη Γιαβάτα αλλά με άλλα αισθήματα τώρα. Δεν υπήρχε πια ερωτική προσμονή αλλά σκέτος παγωμένος αέρας κι ας ήταν Ιούνιος μήνας. Δεν είχα διάθεση να την αναζητήσω, δεν ήθελα να της δημιουργήσω περισσότερα προβλήματα.
Πήγα σ’ ένα μπαρ μόνος να πιω, να θυμηθώ αλλοτινούς καιρούς και πεθαμένα όνειρα. Ήταν εκεί. Η Χιμίκο ήταν εκεί. Γέλαγε και έπινε με την ψυχή της παρέα με αντρική συντροφιά, με κάποιον μαύρο ναυτικό. Έφυγε εκείνος και κάθισε άλλος στη θέση του, λευκός αυτός, πάλι η Χιμίκο έπινε και γέλαγε. Δεν της μίλησα.
Το άλλο βράδυ πήγα στο ίδιο μπαρ και κάθισα σε μια γωνία. Ξανά είδα τη Χιμίκο με άλλη τώρα συντροφιά. Ρώτησα τον μπάρμαν για την κοπέλα κι αυτός γι’ απάντηση μου είπε την τιμή της… Η Χιμίκο είχε γίνει αυτό που είχαν γράψει στα βιβλία τους οι αστυνομικοί: μια ιερόδουλη που εκδίδονταν κανονικά, με την άδεια της αστυνομίας πλέον. Σε μια στιγμή συναντήθηκαν τα βλέμματά μας. Μου έστειλε ένα πικρό χαμόγελο, σουφρώνοντας τα χείλη της κι ύστερα κατέβασε το κεφάλι. Σε δέκα λεπτά έφυγε από το μπαρ χωρίς να έρθει στο τραπέζι μου. Εγώ κάθισα λίγο ακόμα, καπνίζοντας και πίνοντας, όσο να μη τη συναντήσω στο δρόμο. Αναγκάστηκα όμως να φύγω, για να μην πιω πολύ και μεθύσω σ’ αυτόν τον καταραμένο τόπο. Πήγα στο καράβι, κλείστηκα στην καμπίνα μου κι όλο το βράδυ έπινα ουίσκι μόνος κι απαρηγόρητος. Μπορεί να ήμουν ναυτικός αλλά Χιμίκο δεν συναντάς κάθε μέρα.
Ύστερα από χρόνια ξαναπήγα στη Γιαβάτα. Όχι, δεν την ξανασυνάντησα αλλά είδα όλη την πόλη να εκπορνεύεται. Η Ιαπωνία είχε παραδοθεί ολόκληρη στη Δύση και οι ξένοι ήταν οι πιο ευπρόσδεκτοι πελάτες. Τώρα σιχάθηκα τη δουλικότητα και τον ξεπεσμό τους. Κι εγώ να υποφέρω πάντοτε από εκείνες τις θύμησες…»
Άδειασε την τελευταία γουλιά στο στόμα του με μια απότομη κίνηση κι έσβησε μισό το τσιγάρο στο τασάκι. Τόση ώρα τον άκουγα να διηγείται την ιστορία του και δεν τον διέκοψα ούτε μια φορά. Στα μάτια του ήταν ακόμα η πίκρα και η νοσταλγία εκείνης της σχέσης. «Εγώ την έκανα πόρνη, εγώ…, εγώ…», μονολόγησε κοιτώντας κάπου, μακριά.
Αλέξης Β. Σταυράτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου