Τα «δυο φεγγάρια τον Αύγουστο» είναι μια εξαίσια ταινία. Παλμός αλλά και στοχασμός, θέαμα και κριτική του θεάματος, όνειρο και πραγματικότητα, ηδονή και τρέλα, θάνατος και ζωή, αυτά που μας, παρασύρουν και μας φοβίζουν συγχρόνως, σ’ ένα κράμα σαν μεθυστικό κρασί.
Ξεκινώντας από τις «Λευκές νύχτες» του Ντοστογιέφσκι, ο Κώστας Φέρρης έφτιαξε ένα φιλμ - παιχνίδι της φαντασίας, παιχνίδι με τη ζωή, και με τον κινηματογράφο. Ένα φιλμ ελευθερίας και υποκειμενικότητας που με παράδοξο και θαυμαστό τρόπο δεν προδίνει ποτέ τον Ντοστογιέφσκι και ενσωματώνει άνετα ακόμη και τα λάθη του. Μια παράξενη ονειρική και ποιητική ματιά πάνω στην άδεια καλοκαιρινή Αθήνα και μια έκφραση ρομαντικού εκστατικού πάθους, που δε συναντά τον στόχο του. Και μαζί μια ζωηρή ταινία, με μουσική και χιούμορ.
Μέσα από μια πολύ ελεύθερη και λυρική κινηματογραφική φόρμα ο Φέρρης, με τη βοήθεια των ηθοποιών του Μυρτώς Παράσχη και Σπύρου Σακκά, επιτρέπει τη δική μας απολαυστική ενοποίηση ονείρου και πραγματικότητας. Στην αυγουστιάτικη έρημη πόλη, ένας δάσκαλος – καλλιτέχνης και μια ονειροφαντασμένη, επικίνδυνα περιθωριακοί αλλά και γόνιμοι για τον σκηνοθέτη, ως φορείς της φαντασίας και της πιθανής επικοινωνίας, τόσο στο περιεχόμενο όσο και στη φόρμα της ταινίας. Ο δάσκαλος «ζει» την πόλη, γεμίζοντάς την με την πλαστική του κίνηση (στην εικόνα) με τη λειτουργία μέσα του της μουσικής (στον ήχο) με τα εφευρήματα της φαντασίας του και την επικοινωνία του με τους άλλους ανθρώπους. Το κορίτσι είναι φορέας της γόνιμης μορφιάς του ονείρου αλλά και δεσμώτης του. Ανάμεσα στους δύο ήρωες ο έρωτας εκρήγνυται, σάρκινος, βίαιος και εκστατικός, μείξη του ονείρου και της ζωής, σαν την τέχνη, σαν τον κινηματογράφο.
Πηγαίνουμε στον κινηματογράφο, γιατί φοβόμαστε το θάνατο, λέει ο Τζιμ Μόρισον, που πέθανε για την τέχνη του, μέσα στην τέχνη του, από φόβο και από αγάπη και από απελπισία επικοινωνίας. Και εμείς κοινωνούμε, ευδαιμονούμε, στοχαζόμαστε, αγαπάμε. Μέσα από την ελεύθερη, ζωηρή, ματιά του Φέρρη το αληθινό σινεμά δεν είναι μια σκέτη ιστορία αλλά ένα χαρούμενο παιχνίδι.
Ξεκινώντας από τις «Λευκές νύχτες» του Ντοστογιέφσκι, ο Κώστας Φέρρης έφτιαξε ένα φιλμ - παιχνίδι της φαντασίας, παιχνίδι με τη ζωή, και με τον κινηματογράφο. Ένα φιλμ ελευθερίας και υποκειμενικότητας που με παράδοξο και θαυμαστό τρόπο δεν προδίνει ποτέ τον Ντοστογιέφσκι και ενσωματώνει άνετα ακόμη και τα λάθη του. Μια παράξενη ονειρική και ποιητική ματιά πάνω στην άδεια καλοκαιρινή Αθήνα και μια έκφραση ρομαντικού εκστατικού πάθους, που δε συναντά τον στόχο του. Και μαζί μια ζωηρή ταινία, με μουσική και χιούμορ.
Μέσα από μια πολύ ελεύθερη και λυρική κινηματογραφική φόρμα ο Φέρρης, με τη βοήθεια των ηθοποιών του Μυρτώς Παράσχη και Σπύρου Σακκά, επιτρέπει τη δική μας απολαυστική ενοποίηση ονείρου και πραγματικότητας. Στην αυγουστιάτικη έρημη πόλη, ένας δάσκαλος – καλλιτέχνης και μια ονειροφαντασμένη, επικίνδυνα περιθωριακοί αλλά και γόνιμοι για τον σκηνοθέτη, ως φορείς της φαντασίας και της πιθανής επικοινωνίας, τόσο στο περιεχόμενο όσο και στη φόρμα της ταινίας. Ο δάσκαλος «ζει» την πόλη, γεμίζοντάς την με την πλαστική του κίνηση (στην εικόνα) με τη λειτουργία μέσα του της μουσικής (στον ήχο) με τα εφευρήματα της φαντασίας του και την επικοινωνία του με τους άλλους ανθρώπους. Το κορίτσι είναι φορέας της γόνιμης μορφιάς του ονείρου αλλά και δεσμώτης του. Ανάμεσα στους δύο ήρωες ο έρωτας εκρήγνυται, σάρκινος, βίαιος και εκστατικός, μείξη του ονείρου και της ζωής, σαν την τέχνη, σαν τον κινηματογράφο.
Πηγαίνουμε στον κινηματογράφο, γιατί φοβόμαστε το θάνατο, λέει ο Τζιμ Μόρισον, που πέθανε για την τέχνη του, μέσα στην τέχνη του, από φόβο και από αγάπη και από απελπισία επικοινωνίας. Και εμείς κοινωνούμε, ευδαιμονούμε, στοχαζόμαστε, αγαπάμε. Μέσα από την ελεύθερη, ζωηρή, ματιά του Φέρρη το αληθινό σινεμά δεν είναι μια σκέτη ιστορία αλλά ένα χαρούμενο παιχνίδι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου