''ΑΓΑΠΗΣΕ ΜΕ ΠΡΙΝ ΠΕΘΑΝΩ''. Ένα διήγημα από την εποχή τής εισβολής των Αμερικάνων στη Βαγδάτη......
ΑΓΑΠΗΣΕ ΜΕ ΠΡΙΝ ΠΕΘΑΝΩ.
Ο επίδοξος εισβολέας δεν αστειευόταν καθόλου και κίνησε μαζί με τους συμμάχους του για τη Βαγδάτη. Είχε τη δύναμη και την υπομονή να φτάσει στο σκοπό του, ας κράταγε χίλιες και μια νύχτες η πολιορκία της μεγάλης πόλης.
Ο ντόπιος αρχηγός απάντησε με μεγάλα λόγια και προσευχές, αλλά ύστερα από λίγες μέρες τα πράγματα σκούρυναν: απέναντι στην τρομαχτική απειλή της υπερδύναμης, οι παλιοί βεδουίνοι είχαν ν’ αντιτάξουν μόνο την αγάπη προς την πατρίδα. Ακόμα κι ο Θεός τους δεν μπορούσε να κυκλοφορήσει στον ουρανό, και τη γη την πατούσαν βέβηλα πόδια.
Μαζεύτηκαν στις πόλεις πολίτες και στρατιώτες για τον υπέρτατο αγώνα. Αν και δεν συμπαθούσαν το δικό τους δικτάτορα, όμως υπάκουσαν στο φετφά του: «Όσοι πολίτες θέλουν, μπορούν να φύγουν από τη Βαγδάτη, γιατί κάθε σπίτι πρέπει να γίνει κι ένα πυροβολείο. Αν δεν μπορούν οι ίδιοι να κρατήσουν όπλο, τότε θα φιλοξενήσουν όσους στρατιώτες καλεί η θέση τού σπιτιού».
Στη λεωφόρο Χαμουραμπί κατοικούσε ο γερο-Αβδουλάχ. Οι τρεις μεγάλοι γιοι ήταν στα δικά τους σπίτια, κι ο τέταρτος βρισκόταν στη Βασόρα, κανονικός στρατιώτης. Μαζί του μονάχα η Αϊσέ, το στερνοπαίδι, ανύπαντρη ακόμη. Δεν άντεχε ο Αβδουλάχ να πάρει όπλο γιατί τον είχε προδώσει η κουρασμένη του καρδιά. Είχε χάσει από κακή αρρώστια τη γυναίκα, αλλά δε θέλησε μήτε κι αυτός να ξαναπαντρευτεί.
«Αϊσέ, σ’ αφήνω φύλακα στο σπίτι. Αν χρειαστεί, πάρε κι εσύ ένα τουφέκι, εγώ θα πάω να βοηθήσω στο νοσοκομείο, ό,τι με χρειαστούν».
Και βρέθηκε η κόρη μοναχή στο σπίτι και δεν ήξερε αν θα ορφανέψει πάλι. Ή, κι αν θα ’μενε χωρίς πατρίδα λεύτερη, ίσως και δίχως ζωή.
«Αλλάχ ακμπάρ!», ψιθύρισε και πήγε στο μοναχικό παράθυρο που έβλεπε στο δρόμο. Η λεωφόρος είχε κίνηση ασταμάτητη, μα κάπως νευρική. Αυτά τις πρώτες μέρες του πολέμου. Το βράδυ έκλεινε τ’ αυτιά της με χέρια και με προσευχές, να μην ακούει τις βόμβες που έριχνε στην πόλη τους ο σατανάς. Κάπου-κάπου ερχόταν κι ο πατέρας να ξεκλέψει λίγο ύπνο, αν ήταν ύπνος τα διαλείμματα του εφιάλτη. Ώσπου κάποια μέρα εφάρμοσαν οι ανώτεροι τις διαταγές κι έστειλαν το στρατό να οχυρωθεί στα σπίτια. Όσο πιο πολλά παράθυρα στο δρόμο, τόσο πιο πολλοί οι σκοπευτές στο σπίτι.
Άκουσε ένα σιγανό χτύπημα στην πόρτα, μα δεν έδωσε σημασία. Αυτή δεν περίμενε κανέναν, ο πατέρας είχε φύγει πρωί για το νοσοκομείο κι ένας Θεός ήξερε αν θα γύριζε. Ξανά το ίδιο χτύπημα, μόνο που τώρα κράτησε περισσότερο. Άνοιξε δειλά την πόρτα κι αντίκρισε ένα ψηλό, συνεσταλμένο χαμόγελο.
«Είμαι ο Μαχμούντ και μ’ έστειλαν να πολεμήσω απ’ το σπίτι σας…»
Δεν είχε προλάβει να κρύψει το πρόσωπό της μπροστά στον ξένο και ντράπηκε λιγάκι… «Περάστε», του είπε κι έτρεξε να βρει τη μαντίλα της.
«Δεν πειράζει», φώναζε αυτός ξοπίσω της, «στο σπίτι σου είσαι τώρα. Δεν ξέρω πόσο θα μείνω εδώ κι εσύ δεν πρέπει να δυσκολεύεσαι».
Αυτή όμως δε σταμάτησε, βρήκε τη μαντίλα της και τη φόρεσε. Τώρα ένιωθε καλύτερα. «Κάθισε», του πρότεινε, «να πιεις λίγο νερό να ξεδιψάσεις».
Ακούμπησε ο στρατιώτης το όπλο πάνω στο τραπέζι. Έξω μεσημέριαζε και ο ήλιος συνέχιζε αδιάφορος τον κύκλο του. Μπορεί κι ανύποπτος για το κακό που βρήκε τη Βαγδάτη.
«Με λένε Μαχμούντ, πού είναι κυρά μου ο πατέρας σου;»
«Εμένα με λένε Αϊσέ και δεν έχω μάνα στη ζωή. Ο πατέρας πήγε στο νοσοκομείο, να βοηθήσει με τους τραυματίες. Αλλάχ ακμπάρ!».
«Αλλάχ ακμπάρ», επανέλαβε ο στρατιώτης κι έσκυψε ευλαβικά το κεφάλι στις ιερές λέξεις. Ύστερα σιωπή. Μέσα στο σπίτι η σιωπή και κάπου μακριά βροντούσαν τα κανόνια του διαβόλου. Έφαγε το ταπεινό γλυκό από χουρμάδες που του πρόσφερε και μετά έφερε το νερό στο στόμα του: «με τη νίκη, ο Αλλάχ να μας δώσει τη νίκη», ευχήθηκε ο επισκέπτης.
«Ο Αλλάχ να δώσει», επανέλαβε σαν ηχώ η κοπέλα.
Ύστερα σηκώθηκε αυτός και πήγε στο παράθυρο. Κοίταξε κάτω, δεξιά-αριστερά, έψαχνε να βρει την κατάλληλη θέση να σταθεί όταν θα χρειαζόταν. Ένα παράθυρο σαν πόρτα ήταν μόνο κι ένα μικρό μπαλκόνι απέξω. Βγήκε έξω και είδε ότι αν στεκόταν εκεί, θα βρισκόταν διαρκώς εκτεθειμένος. Έλεγαν πως ο εχθρός είχε τα μάτια του σατανά και μπορούσε να δει από πολύ μακριά, ακόμη κι έναν μοναχικό στρατιώτη σε μπαλκόνι. Όταν ανακάλυπτε όπλο ο εχθρός, έριχνε χωρίς δισταγμό, δε νοιάζονταν γι’ αθώους και μικρά παιδιά. Όχι, δεν μπορούσε να σταθεί εκεί έξω, μέσα και πάλι μέσα. Έκλεισε την πόρτα και μπήκε μέσα απογοητευμένος.
«Άσχημη θέση έχει το σπίτι σου, εύκολος στόχος…»
Η κοπέλα σώπαινε. Αυθόρμητα γονάτισε στραμμένη στην ιερή πόλη και άρχισε την προσευχή της: «Λα ιλαχά ίλλα ’λλάχ, Μουχαμάντου ρασούλου ’λλάχ [:ένας είναι ο Αλλάχ και προφήτης του ο Μωάμεθ]. Αλλάχ φύλαγε τον πατέρα και τ’ αδέρφια μου… και τον Μαχμούντ».
Είχε γονατίσει και ο Μαχμούντ κι έλεγε τα δικά του λόγια. Γρήγορα ξεστράτισε το μυαλό κι αντίς για προσευχή άρχισε να σκέφτεται. Σπούδαζε στην Αγγλία και σταμάτησε τις σπουδές να πολεμήσει για την πατρίδα. Κάπου μακριά, κάπου κοντά βρισκόταν ο εχθρός που δε βιαζόταν. Κάτω στη Βασόρα ήταν οι Βρετανοί και ανάμεσά τους τα αδέλφια κάποιων φίλων του. Δάκρυσε. Ούτε ο Χριστός σταμάτησε τους πιστούς του που σκότωναν ανθρώπους που δεν τους χώριζε τίποτε, ούτε και ο Αλλάχ… Δεν τολμούσε να προχωρήσει τη σκέψη του, σα να φοβόταν πως θα κάνει την πιο μεγάλη αμαρτία.
Πρώτη σηκώθηκε η Αϊσέ και ύστερα αυτός. Πήρε μια καρέκλα δίπλα στο τραπέζι κι έστησε το βλέμμα να φεύγει από το παράθυρο, να ψάχνει τον αόρατο εχθρό. Απέναντι η μικρή πλατεία δεν όρθωνε εμπόδια στην αγρύπνια των ματιών του.
Η κοπέλα όρθια, πίσω του, δε μιλούσε.
«Αϊσέ, αν δεν έχεις κάτι να κάνεις, έλα προς τα εδώ, να σε νιώθω κοντά μου».
«Εδώ είμαι", απάντησε εκείνη, "λέω να ετοιμάσω λίγο φαγητό, τώρα που έχει ησυχία». Και χωρίς άλλη κουβέντα, πήρε να στρώνει τραπέζι για έναν.
Το παλικάρι χαμογέλασε κι άγγιξε ελαφρά το χέρι της. «Αϊσέ, σπουδάζω στην Ευρώπη, στη χώρα των αναθεματισμένων Άγγλων. Μη φοβάσαι, δεν έχασα την πίστη μου αλλά οι Μουσουλμάνες εκεί κάποια πράγματα δεν τα πολυπροσέχουν». Σταμάτησε να μιλάει γιατί είδε κάτι σαν τρόμο στα μάτια της. Από το όμορφο πρόσωπο ξεχώριζαν μόνο δυο τρομαγμένα αστέρια. Χαμήλωσε κι άλλο τη φωνή του αυτός, μάλλον τη γλύκανε λιγάκι.
«Έλα, μη τρομάζεις, κάποια μικροπράγματα πρέπει ν’ αλλάξουν και σ’ εμάς. Ακόμα κι εδώ στο Ιράκ αρκετές γυναίκες δε διστάζουν να δείχνουν το ωραίο τους πρόσωπο στους ξένους. Μπορώ να φάω τώρα εγώ μόνος μου, όταν είμαστε μόνο οι δυο στο σπίτι; Άσε που φοβάμαι να μείνω μόνος, γιατί δεν ξέρω από πόλεμο… Βάλε και δικό σου φαγητό, το σημαντικότερο είναι να στηρίζει ο ένας τον άλλον τέτοιες ώρες». Έσκυψε και κοίταξε το χαμηλωμένο απ’ το φόβο βλέμμα της. Σηκώθηκε και στάθηκε δίπλα της: «Μη φοβάσαι, σου λέω, από εμένα, δεν έχω χάσει την πίστη μου. Μονάχα μη με βλέπεις σαν ξένο. Φέρε και δικό σου πιάτο, σε παρακαλώ».
Κάπου δέκα λεπτά έκανε να επιστρέψει από την κουζίνα με το φαγητό της. Η μαντίλα ήταν τώρα τυλιγμένη πάνω στο κεφάλι κι ένα χαμόγελο έκανε δειλά την εμφάνισή του στο παρθενικό πρόσωπο. Κάθισαν απέναντι.
«Πες μου για τους εχθρούς μας, πώς μπορείς και μένεις στη χώρα τους;»
«Άλλαξαν οι καιροί», είπε αυτός διακόπτοντας το φαγητό. «Όλος ο κόσμος είναι ένα χωριό, όλοι είμαστε άνθρωποι του ίδιου Θεού. Οι ηγέτες μας είναι που μας βάζουν να σκοτωνόμαστε, αυτοί μας λένε ποιος είναι ο εχθρός και ποιος ο φίλος, εμείς τι να χωρίσουμε; Εκεί στη χώρα τους καθένας πιστεύει ελεύθερα το Θεό του. Έχουμε τζαμιά δικά μας και σπουδάζουμε στα καλύτερα πανεπιστήμια. Αλλά τώρα πρέπει να πολεμήσουμε ο ένας τον άλλον για ξένα συμφέροντα…»
Η θλίψη, που σκέπασε τα τελευταία λόγια, έκανε το φαγητό να κατεβαίνει δύσκολα. Όμως το τελείωσαν για να είναι έτοιμοι στην ώρα του αγώνα, και ο Μαχμούντ ξαναπήρε τη θέση του στο παρατηρητήριο. Ξόδεψε λίγο νερό η Αϊσέ, περισσότερο σκούπισε παρά έπλυνε τα πιάτα και γύρισε στο σαλόνι.
Δεν ήξερε τι άλλο να τον ρωτήσει, μέχρι που εκείνος έγειρε στο τραπέζι για λίγο ύπνο. Γύρισε αυτή την καρέκλα της και συνέχισε να παρατηρεί στη θέση τού κουρασμένου στρατιώτη.
Πέρασε κάμποση ώρα, μέχρι που κι ο εχθρός ξεκουράστηκε και θυμήθηκε ξανά τα σχέδιά του. Ξύπνησε τρομαγμένος από αεροπλάνα που πετούσαν στο κεφάλι τους, βόμβες που έσκαζαν εκεί κοντά, σειρήνες που ούρλιαζαν ασταμάτητα…
«Δεν είναι τίποτε», είπε η Αϊσέ, «ο σατανάς ρίχνει κεραυνούς, το συνηθίσαμε πια, ώσπου να ’ρθει η σειρά μας…»
Η νύχτα άρχισε να φωτίζει από τις λάμψεις του πολέμου.
«Αν δεν ήταν πόλεμος, θα πίστευα πως οι εχθροί γιορτάζουν τα Χριστούγεννά τους», είπε ο στρατιώτης. «Τότε γεμίζουν τον ουρανό με τόσο πολλά βεγγαλικά, που νομίζεις πως κατεβαίνουν τ’ αστέρια να συναντήσουν τη γη. Τώρα φωτίζουν το θάνατο να βρει το δρόμο του…»
«Θα κοιμηθείς απόψε;» ρώτησε η κοπέλα.
«Δεν ξέρω. Κοιμούνται άραγε οι στρατιώτες; Δε θέλω να περάσουν από εδώ ανενόχλητοι οι Αμερικάνοι…»
«Θα φυλάμε σκοπιά με τη σειρά», πρότεινε η Αϊσέ.
«Θα δούμε», είπε εκείνος και το μισοσκόταδο έκρυψε τη χαρά του.
Εκείνη αποσύρθηκε στον μεγάλο καναπέ και κάθισε κοιτώντας τις απαίσιες φωτιές του ουρανού. Αντάλλαζαν σποραδικές κουβέντες, μέχρι που η φωνή της δεν ακούστηκε ξανά. Σηκώθηκε ο στρατιώτης και την πλησίασε. Είχε γείρει το κεφάλι της στην πλάτη του καναπέ κι ανάσαινε ελαφρά. Οι εκρήξεις είχαν αραιώσει κι ο ύπνος της δεν ήταν ταραγμένος. Είχαν αραιώσει και οι λάμψεις και δεν μπορούσε να εξερευνήσει το κοιμισμένο πρόσωπο. Περισσότερο τη φανταζόταν παρά την έβλεπε. Κάθισε στην άλλη άκρη του καναπέ ο νεαρός που σπούδαζε την τέχνη του πολέμου μόνος, ή σχεδόν μόνος. Τα μάτια του γλάρωσαν από την κούραση και η ησυχία τον τύλιξε, τον κοίμισε. Ονειρευόταν πως ήταν παιδί και βούταγε στα νερά τού Τίγρη. Ύστερα βρέθηκε στο Μπρίστολ, όπου σπούδαζε, και περπατούσε στους χριστουγεννιάτικους δρόμους της πόλης, αλλ’ όχι μόνος. Δίπλα του ήταν μια γυναίκα. Ήθελε να της πιάσει το χέρι, μα δεν τολμούσε. Όμως δεν τον πείραζε, γιατί κι έτσι ένιωθε όμορφα κοντά της. Μια δυνατή έκρηξη στα περίχωρα της πόλης τον ξύπνησε και πετάχτηκε αμέσως απ’ τον καναπέ. Η Αϊσέ βρισκόταν όρθια μπροστά του και δεν πρόλαβε να μετακινηθεί καθώς σηκώθηκε αυτός απότομα. Μια φωτοβολίδα έσκισε τον ουρανό και στο φως της διέκρινε καθαρά ο ένας τον άλλον.
«Αϊσέ, ξύπνια είσαι;»
«Χαμογελούσες στον ύπνο σου…», είπε σιγανά εκείνη.
Την κοίταξε καλύτερα στο φως που μύριζε θάνατο. Τότε θυμήθηκε το πρόσωπο της κοπέλας στο όνειρο και τόλμησε να ρωτήσει. Έξω άρχιζε να χαράζει η μέρα. «Θέλεις να μάθεις γιατί χαμογελούσα στον ύπνο μου;»
«Φαντάζομαι…», ψιθύρισε εκείνη. «Θα είναι η κοπέλα που σε περιμένει στην Αγγλία να παντρευτείτε. Μπορεί τώρα να προσεύχεται για σένα…»
Έξω οι εκρήξεις συνέχιζαν ν’ ακούγονται μακρινές. «Αϊσέ, ήμασταν μαζί στην Αγγλία και μου άρεσε που σε είχα δίπλα μου».
Η κοπέλα δάκρυσε, μα τα δάκρυα δεν ξεχώριζαν στο ημίφως. Ακόμα ασάλευτη, δυο σπιθαμές απόσταση τα πρόσωπά τους. Δυο σπιθαμές απόσταση τα στόματά τους που μιλούσαν. Ακίνητοι κι οι δυο, μόνο το φως της μέρας πλησίαζε. Πήρε δειλά το χέρι της. Εκείνη δεν αντέδρασε στο ήρεμο άγγιγμά του. Ύστερα κινήθηκαν τα χέρια της καρδιάς. Τώρα εκείνη γέλασε στον τρόπο που διάλεγε τα χέρια της. Μέσα στο σπίτι η ειρήνη, ο άντρας και η γυναίκα που δεν ήξεραν αν θα ζούσαν ώς το επόμενο πρωί.
Την τράβηξε αργά-αργά, να λιγοστεύει η απόσταση που μέχρι χτες τους έκανε δυο άγνωστα παιδιά. Είδε τα χείλη της ν’ ανοιγοκλείνουν ελαφρά Είδε τα δικά του να θέλουν να μάθουνε τα μυστικά της. Κι όπως τα χέρια δε βολεύονταν στο αταίριαστο πλησίασμα, τράβηξε αυτός τα δικά του και τα ’κανε αγκαλιά. Κούρνιασε εκείνη πρόθυμα και τα φιλιά ήταν ο ήχος που έσπασε τη δική τους σιωπή.
«Αϊσέ, αγάπησέ με πριν πεθάνω», της είπε μόλις λευτερώθηκαν τα χείλη του.
«Σ’ αγαπώ, Μαχμούντ», ψιθύρισε η άμαθη κόρη του Ισλάμ. «Για τον Αλλάχ δεν είναι αμαρτία η αγάπη».
«Ναι, ψυχή μου, για τον Αλλάχ δεν είναι αμαρτία η αγάπη μας».
Οι εκρήξεις συνέχιζαν ν’ ακούγονται σιγανές και όχι μόνο μακριά. Στάθηκαν ύστερα και οι δυο στο παράθυρο πιασμένοι χέρι-χέρι, μα τώρα δε φοβόντουσαν τον εχθρό που αποφάσισε να πάρει τη Βαγδάτη τους.
Κι άρχισε ο σατανάς να ρίχνει κεραυνούς από γης και ουρανό και τ’ άρματά του σκόρπιζαν απλόχερα το θάνατο. Στο παραθύρι δυο παιδιά αγκαλιασμένα περίμεναν ήσυχα το θέλημα του Αλλάχ, και πιο ψηλά ο ήλιος ξεκίναγε την καινούργια μέρα του.
Αλέξης Σταυράτης 14/04/03
Ο επίδοξος εισβολέας δεν αστειευόταν καθόλου και κίνησε μαζί με τους συμμάχους του για τη Βαγδάτη. Είχε τη δύναμη και την υπομονή να φτάσει στο σκοπό του, ας κράταγε χίλιες και μια νύχτες η πολιορκία της μεγάλης πόλης.
Ο ντόπιος αρχηγός απάντησε με μεγάλα λόγια και προσευχές, αλλά ύστερα από λίγες μέρες τα πράγματα σκούρυναν: απέναντι στην τρομαχτική απειλή της υπερδύναμης, οι παλιοί βεδουίνοι είχαν ν’ αντιτάξουν μόνο την αγάπη προς την πατρίδα. Ακόμα κι ο Θεός τους δεν μπορούσε να κυκλοφορήσει στον ουρανό, και τη γη την πατούσαν βέβηλα πόδια.
Μαζεύτηκαν στις πόλεις πολίτες και στρατιώτες για τον υπέρτατο αγώνα. Αν και δεν συμπαθούσαν το δικό τους δικτάτορα, όμως υπάκουσαν στο φετφά του: «Όσοι πολίτες θέλουν, μπορούν να φύγουν από τη Βαγδάτη, γιατί κάθε σπίτι πρέπει να γίνει κι ένα πυροβολείο. Αν δεν μπορούν οι ίδιοι να κρατήσουν όπλο, τότε θα φιλοξενήσουν όσους στρατιώτες καλεί η θέση τού σπιτιού».
Στη λεωφόρο Χαμουραμπί κατοικούσε ο γερο-Αβδουλάχ. Οι τρεις μεγάλοι γιοι ήταν στα δικά τους σπίτια, κι ο τέταρτος βρισκόταν στη Βασόρα, κανονικός στρατιώτης. Μαζί του μονάχα η Αϊσέ, το στερνοπαίδι, ανύπαντρη ακόμη. Δεν άντεχε ο Αβδουλάχ να πάρει όπλο γιατί τον είχε προδώσει η κουρασμένη του καρδιά. Είχε χάσει από κακή αρρώστια τη γυναίκα, αλλά δε θέλησε μήτε κι αυτός να ξαναπαντρευτεί.
«Αϊσέ, σ’ αφήνω φύλακα στο σπίτι. Αν χρειαστεί, πάρε κι εσύ ένα τουφέκι, εγώ θα πάω να βοηθήσω στο νοσοκομείο, ό,τι με χρειαστούν».
Και βρέθηκε η κόρη μοναχή στο σπίτι και δεν ήξερε αν θα ορφανέψει πάλι. Ή, κι αν θα ’μενε χωρίς πατρίδα λεύτερη, ίσως και δίχως ζωή.
«Αλλάχ ακμπάρ!», ψιθύρισε και πήγε στο μοναχικό παράθυρο που έβλεπε στο δρόμο. Η λεωφόρος είχε κίνηση ασταμάτητη, μα κάπως νευρική. Αυτά τις πρώτες μέρες του πολέμου. Το βράδυ έκλεινε τ’ αυτιά της με χέρια και με προσευχές, να μην ακούει τις βόμβες που έριχνε στην πόλη τους ο σατανάς. Κάπου-κάπου ερχόταν κι ο πατέρας να ξεκλέψει λίγο ύπνο, αν ήταν ύπνος τα διαλείμματα του εφιάλτη. Ώσπου κάποια μέρα εφάρμοσαν οι ανώτεροι τις διαταγές κι έστειλαν το στρατό να οχυρωθεί στα σπίτια. Όσο πιο πολλά παράθυρα στο δρόμο, τόσο πιο πολλοί οι σκοπευτές στο σπίτι.
Άκουσε ένα σιγανό χτύπημα στην πόρτα, μα δεν έδωσε σημασία. Αυτή δεν περίμενε κανέναν, ο πατέρας είχε φύγει πρωί για το νοσοκομείο κι ένας Θεός ήξερε αν θα γύριζε. Ξανά το ίδιο χτύπημα, μόνο που τώρα κράτησε περισσότερο. Άνοιξε δειλά την πόρτα κι αντίκρισε ένα ψηλό, συνεσταλμένο χαμόγελο.
«Είμαι ο Μαχμούντ και μ’ έστειλαν να πολεμήσω απ’ το σπίτι σας…»
Δεν είχε προλάβει να κρύψει το πρόσωπό της μπροστά στον ξένο και ντράπηκε λιγάκι… «Περάστε», του είπε κι έτρεξε να βρει τη μαντίλα της.
«Δεν πειράζει», φώναζε αυτός ξοπίσω της, «στο σπίτι σου είσαι τώρα. Δεν ξέρω πόσο θα μείνω εδώ κι εσύ δεν πρέπει να δυσκολεύεσαι».
Αυτή όμως δε σταμάτησε, βρήκε τη μαντίλα της και τη φόρεσε. Τώρα ένιωθε καλύτερα. «Κάθισε», του πρότεινε, «να πιεις λίγο νερό να ξεδιψάσεις».
Ακούμπησε ο στρατιώτης το όπλο πάνω στο τραπέζι. Έξω μεσημέριαζε και ο ήλιος συνέχιζε αδιάφορος τον κύκλο του. Μπορεί κι ανύποπτος για το κακό που βρήκε τη Βαγδάτη.
«Με λένε Μαχμούντ, πού είναι κυρά μου ο πατέρας σου;»
«Εμένα με λένε Αϊσέ και δεν έχω μάνα στη ζωή. Ο πατέρας πήγε στο νοσοκομείο, να βοηθήσει με τους τραυματίες. Αλλάχ ακμπάρ!».
«Αλλάχ ακμπάρ», επανέλαβε ο στρατιώτης κι έσκυψε ευλαβικά το κεφάλι στις ιερές λέξεις. Ύστερα σιωπή. Μέσα στο σπίτι η σιωπή και κάπου μακριά βροντούσαν τα κανόνια του διαβόλου. Έφαγε το ταπεινό γλυκό από χουρμάδες που του πρόσφερε και μετά έφερε το νερό στο στόμα του: «με τη νίκη, ο Αλλάχ να μας δώσει τη νίκη», ευχήθηκε ο επισκέπτης.
«Ο Αλλάχ να δώσει», επανέλαβε σαν ηχώ η κοπέλα.
Ύστερα σηκώθηκε αυτός και πήγε στο παράθυρο. Κοίταξε κάτω, δεξιά-αριστερά, έψαχνε να βρει την κατάλληλη θέση να σταθεί όταν θα χρειαζόταν. Ένα παράθυρο σαν πόρτα ήταν μόνο κι ένα μικρό μπαλκόνι απέξω. Βγήκε έξω και είδε ότι αν στεκόταν εκεί, θα βρισκόταν διαρκώς εκτεθειμένος. Έλεγαν πως ο εχθρός είχε τα μάτια του σατανά και μπορούσε να δει από πολύ μακριά, ακόμη κι έναν μοναχικό στρατιώτη σε μπαλκόνι. Όταν ανακάλυπτε όπλο ο εχθρός, έριχνε χωρίς δισταγμό, δε νοιάζονταν γι’ αθώους και μικρά παιδιά. Όχι, δεν μπορούσε να σταθεί εκεί έξω, μέσα και πάλι μέσα. Έκλεισε την πόρτα και μπήκε μέσα απογοητευμένος.
«Άσχημη θέση έχει το σπίτι σου, εύκολος στόχος…»
Η κοπέλα σώπαινε. Αυθόρμητα γονάτισε στραμμένη στην ιερή πόλη και άρχισε την προσευχή της: «Λα ιλαχά ίλλα ’λλάχ, Μουχαμάντου ρασούλου ’λλάχ [:ένας είναι ο Αλλάχ και προφήτης του ο Μωάμεθ]. Αλλάχ φύλαγε τον πατέρα και τ’ αδέρφια μου… και τον Μαχμούντ».
Είχε γονατίσει και ο Μαχμούντ κι έλεγε τα δικά του λόγια. Γρήγορα ξεστράτισε το μυαλό κι αντίς για προσευχή άρχισε να σκέφτεται. Σπούδαζε στην Αγγλία και σταμάτησε τις σπουδές να πολεμήσει για την πατρίδα. Κάπου μακριά, κάπου κοντά βρισκόταν ο εχθρός που δε βιαζόταν. Κάτω στη Βασόρα ήταν οι Βρετανοί και ανάμεσά τους τα αδέλφια κάποιων φίλων του. Δάκρυσε. Ούτε ο Χριστός σταμάτησε τους πιστούς του που σκότωναν ανθρώπους που δεν τους χώριζε τίποτε, ούτε και ο Αλλάχ… Δεν τολμούσε να προχωρήσει τη σκέψη του, σα να φοβόταν πως θα κάνει την πιο μεγάλη αμαρτία.
Πρώτη σηκώθηκε η Αϊσέ και ύστερα αυτός. Πήρε μια καρέκλα δίπλα στο τραπέζι κι έστησε το βλέμμα να φεύγει από το παράθυρο, να ψάχνει τον αόρατο εχθρό. Απέναντι η μικρή πλατεία δεν όρθωνε εμπόδια στην αγρύπνια των ματιών του.
Η κοπέλα όρθια, πίσω του, δε μιλούσε.
«Αϊσέ, αν δεν έχεις κάτι να κάνεις, έλα προς τα εδώ, να σε νιώθω κοντά μου».
«Εδώ είμαι", απάντησε εκείνη, "λέω να ετοιμάσω λίγο φαγητό, τώρα που έχει ησυχία». Και χωρίς άλλη κουβέντα, πήρε να στρώνει τραπέζι για έναν.
Το παλικάρι χαμογέλασε κι άγγιξε ελαφρά το χέρι της. «Αϊσέ, σπουδάζω στην Ευρώπη, στη χώρα των αναθεματισμένων Άγγλων. Μη φοβάσαι, δεν έχασα την πίστη μου αλλά οι Μουσουλμάνες εκεί κάποια πράγματα δεν τα πολυπροσέχουν». Σταμάτησε να μιλάει γιατί είδε κάτι σαν τρόμο στα μάτια της. Από το όμορφο πρόσωπο ξεχώριζαν μόνο δυο τρομαγμένα αστέρια. Χαμήλωσε κι άλλο τη φωνή του αυτός, μάλλον τη γλύκανε λιγάκι.
«Έλα, μη τρομάζεις, κάποια μικροπράγματα πρέπει ν’ αλλάξουν και σ’ εμάς. Ακόμα κι εδώ στο Ιράκ αρκετές γυναίκες δε διστάζουν να δείχνουν το ωραίο τους πρόσωπο στους ξένους. Μπορώ να φάω τώρα εγώ μόνος μου, όταν είμαστε μόνο οι δυο στο σπίτι; Άσε που φοβάμαι να μείνω μόνος, γιατί δεν ξέρω από πόλεμο… Βάλε και δικό σου φαγητό, το σημαντικότερο είναι να στηρίζει ο ένας τον άλλον τέτοιες ώρες». Έσκυψε και κοίταξε το χαμηλωμένο απ’ το φόβο βλέμμα της. Σηκώθηκε και στάθηκε δίπλα της: «Μη φοβάσαι, σου λέω, από εμένα, δεν έχω χάσει την πίστη μου. Μονάχα μη με βλέπεις σαν ξένο. Φέρε και δικό σου πιάτο, σε παρακαλώ».
Κάπου δέκα λεπτά έκανε να επιστρέψει από την κουζίνα με το φαγητό της. Η μαντίλα ήταν τώρα τυλιγμένη πάνω στο κεφάλι κι ένα χαμόγελο έκανε δειλά την εμφάνισή του στο παρθενικό πρόσωπο. Κάθισαν απέναντι.
«Πες μου για τους εχθρούς μας, πώς μπορείς και μένεις στη χώρα τους;»
«Άλλαξαν οι καιροί», είπε αυτός διακόπτοντας το φαγητό. «Όλος ο κόσμος είναι ένα χωριό, όλοι είμαστε άνθρωποι του ίδιου Θεού. Οι ηγέτες μας είναι που μας βάζουν να σκοτωνόμαστε, αυτοί μας λένε ποιος είναι ο εχθρός και ποιος ο φίλος, εμείς τι να χωρίσουμε; Εκεί στη χώρα τους καθένας πιστεύει ελεύθερα το Θεό του. Έχουμε τζαμιά δικά μας και σπουδάζουμε στα καλύτερα πανεπιστήμια. Αλλά τώρα πρέπει να πολεμήσουμε ο ένας τον άλλον για ξένα συμφέροντα…»
Η θλίψη, που σκέπασε τα τελευταία λόγια, έκανε το φαγητό να κατεβαίνει δύσκολα. Όμως το τελείωσαν για να είναι έτοιμοι στην ώρα του αγώνα, και ο Μαχμούντ ξαναπήρε τη θέση του στο παρατηρητήριο. Ξόδεψε λίγο νερό η Αϊσέ, περισσότερο σκούπισε παρά έπλυνε τα πιάτα και γύρισε στο σαλόνι.
Δεν ήξερε τι άλλο να τον ρωτήσει, μέχρι που εκείνος έγειρε στο τραπέζι για λίγο ύπνο. Γύρισε αυτή την καρέκλα της και συνέχισε να παρατηρεί στη θέση τού κουρασμένου στρατιώτη.
Πέρασε κάμποση ώρα, μέχρι που κι ο εχθρός ξεκουράστηκε και θυμήθηκε ξανά τα σχέδιά του. Ξύπνησε τρομαγμένος από αεροπλάνα που πετούσαν στο κεφάλι τους, βόμβες που έσκαζαν εκεί κοντά, σειρήνες που ούρλιαζαν ασταμάτητα…
«Δεν είναι τίποτε», είπε η Αϊσέ, «ο σατανάς ρίχνει κεραυνούς, το συνηθίσαμε πια, ώσπου να ’ρθει η σειρά μας…»
Η νύχτα άρχισε να φωτίζει από τις λάμψεις του πολέμου.
«Αν δεν ήταν πόλεμος, θα πίστευα πως οι εχθροί γιορτάζουν τα Χριστούγεννά τους», είπε ο στρατιώτης. «Τότε γεμίζουν τον ουρανό με τόσο πολλά βεγγαλικά, που νομίζεις πως κατεβαίνουν τ’ αστέρια να συναντήσουν τη γη. Τώρα φωτίζουν το θάνατο να βρει το δρόμο του…»
«Θα κοιμηθείς απόψε;» ρώτησε η κοπέλα.
«Δεν ξέρω. Κοιμούνται άραγε οι στρατιώτες; Δε θέλω να περάσουν από εδώ ανενόχλητοι οι Αμερικάνοι…»
«Θα φυλάμε σκοπιά με τη σειρά», πρότεινε η Αϊσέ.
«Θα δούμε», είπε εκείνος και το μισοσκόταδο έκρυψε τη χαρά του.
Εκείνη αποσύρθηκε στον μεγάλο καναπέ και κάθισε κοιτώντας τις απαίσιες φωτιές του ουρανού. Αντάλλαζαν σποραδικές κουβέντες, μέχρι που η φωνή της δεν ακούστηκε ξανά. Σηκώθηκε ο στρατιώτης και την πλησίασε. Είχε γείρει το κεφάλι της στην πλάτη του καναπέ κι ανάσαινε ελαφρά. Οι εκρήξεις είχαν αραιώσει κι ο ύπνος της δεν ήταν ταραγμένος. Είχαν αραιώσει και οι λάμψεις και δεν μπορούσε να εξερευνήσει το κοιμισμένο πρόσωπο. Περισσότερο τη φανταζόταν παρά την έβλεπε. Κάθισε στην άλλη άκρη του καναπέ ο νεαρός που σπούδαζε την τέχνη του πολέμου μόνος, ή σχεδόν μόνος. Τα μάτια του γλάρωσαν από την κούραση και η ησυχία τον τύλιξε, τον κοίμισε. Ονειρευόταν πως ήταν παιδί και βούταγε στα νερά τού Τίγρη. Ύστερα βρέθηκε στο Μπρίστολ, όπου σπούδαζε, και περπατούσε στους χριστουγεννιάτικους δρόμους της πόλης, αλλ’ όχι μόνος. Δίπλα του ήταν μια γυναίκα. Ήθελε να της πιάσει το χέρι, μα δεν τολμούσε. Όμως δεν τον πείραζε, γιατί κι έτσι ένιωθε όμορφα κοντά της. Μια δυνατή έκρηξη στα περίχωρα της πόλης τον ξύπνησε και πετάχτηκε αμέσως απ’ τον καναπέ. Η Αϊσέ βρισκόταν όρθια μπροστά του και δεν πρόλαβε να μετακινηθεί καθώς σηκώθηκε αυτός απότομα. Μια φωτοβολίδα έσκισε τον ουρανό και στο φως της διέκρινε καθαρά ο ένας τον άλλον.
«Αϊσέ, ξύπνια είσαι;»
«Χαμογελούσες στον ύπνο σου…», είπε σιγανά εκείνη.
Την κοίταξε καλύτερα στο φως που μύριζε θάνατο. Τότε θυμήθηκε το πρόσωπο της κοπέλας στο όνειρο και τόλμησε να ρωτήσει. Έξω άρχιζε να χαράζει η μέρα. «Θέλεις να μάθεις γιατί χαμογελούσα στον ύπνο μου;»
«Φαντάζομαι…», ψιθύρισε εκείνη. «Θα είναι η κοπέλα που σε περιμένει στην Αγγλία να παντρευτείτε. Μπορεί τώρα να προσεύχεται για σένα…»
Έξω οι εκρήξεις συνέχιζαν ν’ ακούγονται μακρινές. «Αϊσέ, ήμασταν μαζί στην Αγγλία και μου άρεσε που σε είχα δίπλα μου».
Η κοπέλα δάκρυσε, μα τα δάκρυα δεν ξεχώριζαν στο ημίφως. Ακόμα ασάλευτη, δυο σπιθαμές απόσταση τα πρόσωπά τους. Δυο σπιθαμές απόσταση τα στόματά τους που μιλούσαν. Ακίνητοι κι οι δυο, μόνο το φως της μέρας πλησίαζε. Πήρε δειλά το χέρι της. Εκείνη δεν αντέδρασε στο ήρεμο άγγιγμά του. Ύστερα κινήθηκαν τα χέρια της καρδιάς. Τώρα εκείνη γέλασε στον τρόπο που διάλεγε τα χέρια της. Μέσα στο σπίτι η ειρήνη, ο άντρας και η γυναίκα που δεν ήξεραν αν θα ζούσαν ώς το επόμενο πρωί.
Την τράβηξε αργά-αργά, να λιγοστεύει η απόσταση που μέχρι χτες τους έκανε δυο άγνωστα παιδιά. Είδε τα χείλη της ν’ ανοιγοκλείνουν ελαφρά Είδε τα δικά του να θέλουν να μάθουνε τα μυστικά της. Κι όπως τα χέρια δε βολεύονταν στο αταίριαστο πλησίασμα, τράβηξε αυτός τα δικά του και τα ’κανε αγκαλιά. Κούρνιασε εκείνη πρόθυμα και τα φιλιά ήταν ο ήχος που έσπασε τη δική τους σιωπή.
«Αϊσέ, αγάπησέ με πριν πεθάνω», της είπε μόλις λευτερώθηκαν τα χείλη του.
«Σ’ αγαπώ, Μαχμούντ», ψιθύρισε η άμαθη κόρη του Ισλάμ. «Για τον Αλλάχ δεν είναι αμαρτία η αγάπη».
«Ναι, ψυχή μου, για τον Αλλάχ δεν είναι αμαρτία η αγάπη μας».
Οι εκρήξεις συνέχιζαν ν’ ακούγονται σιγανές και όχι μόνο μακριά. Στάθηκαν ύστερα και οι δυο στο παράθυρο πιασμένοι χέρι-χέρι, μα τώρα δε φοβόντουσαν τον εχθρό που αποφάσισε να πάρει τη Βαγδάτη τους.
Κι άρχισε ο σατανάς να ρίχνει κεραυνούς από γης και ουρανό και τ’ άρματά του σκόρπιζαν απλόχερα το θάνατο. Στο παραθύρι δυο παιδιά αγκαλιασμένα περίμεναν ήσυχα το θέλημα του Αλλάχ, και πιο ψηλά ο ήλιος ξεκίναγε την καινούργια μέρα του.
Αλέξης Σταυράτης 14/04/03
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου